Μπλαστρώνου
- Απλώνω
- (μτφ.) Ξαπλώνω κάποιον κάτω.
Πλακώθ’καν στου ξύλου, τουν έδωσι μια μπουνιά κι του μπλάστρουσι ακάτ.
- Συνήθως στον αόριστο μπλαστρώθκα. Έπεσα απότομα .
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!