Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Μπλαστρώνου

  1. Απλώνω
  2. (μτφ.) Ξαπλώνω κάποιον κάτω.
    Πλακώθ’καν στου ξύλου, τουν έδωσι μια μπουνιά κι του μπλάστρουσι ακάτ.
  3. Συνήθως στον αόριστο μπλαστρώθκα. Έπεσα απότομα
.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.