Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Δ

Δαγκάθκα

Δαγκώθηκα με τη μεταφορική έννοια: Συγκρατήθηκα για να μην πω βαριές κουβέντες.

Δείχνου

Χρησιμοποιείται απειλητικά στη φράση: Κάνε πως έρχισι κατά σαδώ και θα σι δείξου ιγώ.

Δέση

Ένα τεχνικό φράγμα σ’ ένα ποτάμι για εκτροπή του νερού σε κάποιο αυλάκι για νερόμυλους ή για γεωργικές καλλιέργειες.

Δράμι

Μονάδα μέτρησης, υποδιαίρεση της οκάς (1/400), και ισούται με 3,20725 γραμμάρια. Πέντι δράμια απόμνει ου καημένους, δε ντρώει ακαντίπουτα.

Δρομόɲ

Εργαλείο, με ξύλινο πλαίσιο, συρμάτινο κόσκινο και χειρολαβή που χρησίμευε για το κοσκίνισμα του σταριού.

Δυνάζουμι

Μπορώ, έχω τη δυνατότητα. Δε δυνάζουμι να σπουδάσου του πιδί μ’ , είνι πουλλά τα έξουδα.