Δαγκάθκα
Δαγκώθηκα με τη μεταφορική έννοια: Συγκρατήθηκα για να μην πω βαριές κουβέντες.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Δαγκώθηκα με τη μεταφορική έννοια: Συγκρατήθηκα για να μην πω βαριές κουβέντες.
Δαγκωματιά.
Το μεγάλο δάχτυλο.
Η δαχτυλιά.
Το δάχτυλο.
Χρησιμοποιείται απειλητικά στη φράση: Κάνε πως έρχισι κατά σαδώ και θα σι δείξου ιγώ.
Ένα τεχνικό φράγμα σ’ ένα ποτάμι για εκτροπή του νερού σε κάποιο αυλάκι για νερόμυλους ή για γεωργικές καλλιέργειες.
Το ξύλο που χρησιμοποιείς για να δείρεις κάποιον.
Η δέσμη από πλεγμένες καλαμιές για το δέσιμο των δεματιών.
Εκνευρίζω Μη μι διμουνίιζ, μη σ’ αρχίσου τς γλήγουρες.
Εκνευρίζομαι.
Το βιολί.
Σα διπλή ντρόκνια.
Το τεφτέρι.
Η παγίδα
Θυμήθηκα.
Ο εξώστης.
Το ροδάκινο.
Μονάδα μέτρησης, υποδιαίρεση της οκάς (1/400), και ισούται με 3,20725 γραμμάρια. Πέντι δράμια απόμνει ου καημένους, δε ντρώει ακαντίπουτα.
Πολύ μεγάλο βήμα.
Πολύ ξινό. Δρασπέτ ήταν του δαμάσκνου που έφαα.
Εργαλείο, με ξύλινο πλαίσιο, συρμάτινο κόσκινο και χειρολαβή που χρησίμευε για το κοσκίνισμα του σταριού.
Το δροσερό μέρος.
Μπορώ, έχω τη δυνατότητα. Δε δυνάζουμι να σπουδάσου του πιδί μ’ , είνι πουλλά τα έξουδα.
Εδώ. Πέρα δώθι πάινι. Δε ζαλίσκι;