Αβασκαίνου
Ματιάζω
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Ματιάζω
Το φυλαχτό που σε προστατεύει από το μάτιασμα.
Ο βάτος. (πληθ.) Τα αβαστάια. Ικεί στου χουράφ’ ήταν γιουμάτου αβαστάια, μα ίχι κι κάτ’ βάτσιανα, έφαγα κι του φχαριστήθκα.
Αυξάνω κάτι ή πολλαπλασιάζω.
Αφηγούμαι, διηγούμαι. Η μάναμ μ’ αβγιούνταν…
Χωρίς περιορισμό, αφειδώς. Έτρωγα αβέρτα και δεν χόρταινα.
Ο επιπόλαιος, ο τσαπατσούλης. Διε τον που χουρεύ’ άβνταλα.
Ένα μικρό κομμάτι γης.
Συνεχώς θυμωμένος, αγριεμένος. Ούλου μι τ’ αβράντινι κι ούλου με τ’ αζάπκου.
Το σκεύος που δεν έχει γανωθεί.
Οποιαδήποτε συσκευή που μπορεί να σε βοηθήσει. Μπορεί να είναι ένα δοχείο, ένα μαγειρικό σκεύος κ.ά.
Ο εγγονός.
Ένα υπερμεγεθές αγγούρι.
Ο βρεγματικός οστός στο πίσω μέρος του κρανίου. Θα σι φουσκώσω μια στον αγγούτκα, θα σι πω εσένα, στραβάδ’!
Η υγρασία.
Το άγριο, το ζωντόβολο. Α, τ’ αγιαρκό ούτι που κάτσι να του κρίνου.
Αγριοαχλαδιά.
Το μέτωπο. Βάλ’ του του μουρό στουν αγλέφαρου μια κουμπρέσα να πεσ’ η κάψα.
Θυμώνω, απειλώ. Ήρταμι να σας δγιούμι κι μας άγριψαν τα σκλια.
Χόρτο.
Τα χοντρά ξύλινα δοκάρια που στήριζαν τη στέγη του σπιτιού.
Αγριοκοιτάζω.
(μτφ.) Είμαι εύκαιρος, έχω ελεύθερο χρόνο να κάνω κάτι. Είχα τόσις πουλλές δλες που διν άδειασα ντιπ τς προυάλλες.
Ο δυόσμος. Κόψι μι λίου αδιάσμου να βάλουμι στου φαΐ.
Είδος υφάσματος.
Ακοσκίνιστος, απέραστος από το δρομόν, το χοντρό κόσκινο στο οποίο κοσκινίζονται τα κότσαλα του αλωνιού.
Ένα χωράφι που το μοιράστηκαν δύο αδέρφια.
Ένα πλατύ ξύλο, το οποίο χρησιμοποιούσαν στα αλώνια για να σπάσουν τα στάχια και να απομείνει το σιτάρι.
Επιφώνημα που έχει την έννοια του «δες». Άια, πως τα κατάφιρι η Κώτσους! Ούλου δικάρια τα έχ’.
Είδος πουλιού.