Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Αβάσταγας

Ο βάτος. (πληθ.) Τα αβαστάια. Ικεί στου χουράφ’ ήταν γιουμάτου αβαστάια, μα ίχι κι κάτ’ βάτσιανα, έφαγα κι του φχαριστήθκα.

Αβέρτα

Χωρίς περιορισμό, αφειδώς. Έτρωγα αβέρτα και δεν χόρταινα.

Αβράντινι

Συνεχώς θυμωμένος, αγριεμένος. Ούλου μι τ’ αβράντινι κι ούλου με τ’ αζάπκου.

Αγγιό

Οποιαδήποτε συσκευή που μπορεί να σε βοηθήσει. Μπορεί να είναι ένα δοχείο, ένα μαγειρικό σκεύος κ.ά.

Αγγούτκας

Ο βρεγματικός οστός στο πίσω μέρος του κρανίου. Θα σι φουσκώσω μια στον αγγούτκα, θα σι πω εσένα, στραβάδ’!

Αγιαρκό

Το άγριο, το ζωντόβολο. Α, τ’ αγιαρκό ούτι που κάτσι να του κρίνου.

Αγλέφαρους

Το μέτωπο. Βάλ’ του του μουρό στουν αγλέφαρου μια κουμπρέσα να πεσ’ η κάψα.

Αγρέβου

Θυμώνω, απειλώ. Ήρταμι να σας δγιούμι κι μας άγριψαν τα σκλια.

Αδειάζου

(μτφ.) Είμαι εύκαιρος, έχω ελεύθερο χρόνο να κάνω κάτι. Είχα τόσις πουλλές δλες που διν άδειασα ντιπ τς προυάλλες.

Αδιρμόνστους

Ακοσκίνιστος, απέραστος από το δρομόν, το χοντρό κόσκινο στο οποίο κοσκινίζονται τα κότσαλα του αλωνιού.

Αθκάɲ

Ένα πλατύ ξύλο, το οποίο χρησιμοποιούσαν στα αλώνια για να σπάσουν τα στάχια και να απομείνει το σιτάρι.

Άια!

Επιφώνημα που έχει την έννοια του «δες». Άια, πως τα κατάφιρι η Κώτσους! Ούλου δικάρια τα έχ’.