Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Αβάσταγας

Ο βάτος.

(πληθ.) Τα αβαστάια.

Ικεί στου χουράφ’ ήταν γιουμάτου αβαστάια, μα ίχι κι κάτ’ βάτσιανα, έφαγα κι του φχαριστήθκα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.