Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Κ

Καζίκ

Έπαθα καζίc: έπαθα κάτι αναπάντεχο, ξεφτιλίστηκα. Μ’ αυτό το καζίκ που έπαθα γιλούσι ούλους η κόσμος.

Καΐλα

Όταν σε κάει κάτι στο στομάχι, η καούρα (μτφ.) Η αδιαφορία

Κακάδι

Η ξερή ακαθαρσία που βρίσκεται στη μύτη. Η κρούστα μιας πληγής.

Κακαρώνου

Πεθαίνω -Που ρε είντους η Γιώρς; Έχου μήνις να τουν διω. –Καλά δε τα μαθις; Τα κακάρουσι τουν Μάρτ.

Καλαμωτή

Δεμένα στη σειρά καλάμια που χρησιμοποιούνταν είτε για τον τσιατμά είτε για ένα σκέπαστρο.

Καλατζής

Επαγγελματίας που ασχολούνταν με την συγκόληση οικιακών σκευών.

Καμάδαμας

ή καμάδαμ: Επιφώνημα τρομάρας. Ερμηνεύεται και ως “Ω! τι συμφορά!” Καμάδαμας, κατέβα απού κεί θα πέισ!

Κάμαρα

ή αλλιώς “αχυρίδα” Είναι ένα μικρό εσωτερικό άνοιγμα σ’ έναν τοίχο. Χρησιμοποιείται συνήθως ως ράφι.