Καγγιλιφτός
Για δρόμο που πάει ζιγκ ζαγκ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Για δρόμο που πάει ζιγκ ζαγκ.
Ξύλινο δοχείο πολλαπλής χρήσης.
Πλουτίζω.
Έπαθα καζίc: έπαθα κάτι αναπάντεχο, ξεφτιλίστηκα. Μ’ αυτό το καζίκ που έπαθα γιλούσι ούλους η κόσμος.
ή κατσά: Το αραλίκι Αυτοστιγμεί Τού φαει ζγκατσά.
Όταν σε κάει κάτι στο στομάχι, η καούρα (μτφ.) Η αδιαφορία
Το βερίκοκο
Η βερικοκιά
Η ξερή ακαθαρσία που βρίσκεται στη μύτη. Η κρούστα μιας πληγής.
Το περίττωμα γίδας ή προβάτου.
Πεθαίνω -Που ρε είντους η Γιώρς; Έχου μήνις να τουν διω. –Καλά δε τα μαθις; Τα κακάρουσι τουν Μάρτ.
Παραμορφωμένος.
Δεμένα στη σειρά καλάμια που χρησιμοποιούνταν είτε για τον τσιατμά είτε για ένα σκέπαστρο.
Επαγγελματίας που ασχολούνταν με την συγκόληση οικιακών σκευών.
ή καλιακούδα: Είδος πουλιού
Η τζίνα.
Πεταλώνω.
Φράση
Καλογερικός. Συνήθως για εκτάσεις των καλογήρων: Αυτά είναι καλουιρκά
Η κλεψιά, η παγαποντιά.
Αυτός που κάνει καλπκιές.
Η πονηριά.
Αυτός που κάνει καλπουζανιές.
Ένα από τα εξαρτήματα του αλόγου.
Καλώς ανταμώσαμε.
ή καμάδαμ: Επιφώνημα τρομάρας. Ερμηνεύεται και ως “Ω! τι συμφορά!” Καμάδαμας, κατέβα απού κεί θα πέισ!
ή αλλιώς “αχυρίδα” Είναι ένα μικρό εσωτερικό άνοιγμα σ’ έναν τοίχο. Χρησιμοποιείται συνήθως ως ράφι.
Ζεσταίνομαι υπερβολικά.
Πουθενά.