Χαβάδ
πληθ. Τα χαβάδια Η αδικαιολόγητα θετική διάθεση. «Πουλύ κιφάτους είσι σήμιρα. Έχς τα χαβάδια σ’.»
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
πληθ. Τα χαβάδια Η αδικαιολόγητα θετική διάθεση. «Πουλύ κιφάτους είσι σήμιρα. Έχς τα χαβάδια σ’.»
Η είσοδος του σπιτιού απ’ όπου ξεκινούσε η εσωτερική σκάλα. «Παγώνα τα παπούτσια τάβαλα στου χαϊάτ για να μη τα βρέχ’.»
Ο μπουνταλάς. «Βρε πώς ντ’ πάτσις έτσ; Ντιπ χαϊβάν είσι κι τουν πίστιψις;»
Η προκοπή. «Ότ’ κι να ‘κανε, όσουν κόπου κι αν έβαλι, χαΐρ δεν είδι.»
Προκόβω. «Αχ ήρξα κουπριά κι ιπιτέλους χαΐριψαν τα λουλούδια!»
Ο προκομμένος. «Αυτός η Μήτσους απουδείχκι πουλύ χαϊρλής. Απ’ του μηδέν κι έφκιασι πιριουσία.»
Συγχαρητήρια. Δίνονται ως ευχή στον αρραβώνα. «Πήγα προυχτές κι έδουσα τα χαϊρλίτκα στουν Νικφόρου κι τ’ν Ασημίνα. Θα παντριφτούν του καλουκαίρ’.»
Δεν πειράζει. «Χαλάλι σ’ τόσα π’ ξόδεψα για σένα. Είσι καλό πιδί!»
Χαραμίζω. «Δεν τ’ χαλαλίζου ντ Πανάιου για τι σένα. Δι σ’ αξίζ.»
Ηρεμώ. «Αχ χαλίπουσι του μκρο. Είνι του έτοιμο για ύπνου.» Χαμηλώνω. «Χαλίπουσι τ’ φουτιά θα καούμι.»
Το σιδηρουργείο. «Πήι η πατέρας μ’ στου χαλκιδιό για να φκιασ’ ένα τσκούρ.»
κάτω, το πάτωμα του σπιτιού, το έδαφος ζαλίσκι κι έπισι χαμ’λά
Η δουλειά που κάνω χωρίς αντίκρυσμα. «Φέτου δεν πήραμι τίπουτα απ’τς ιλές, μουνάχα του χαμαλίκ μας απόμνει.»
Η διαδικασία συγκομιδής ελαιοκάρπου από το έδαφος. «Οι ιργάτις τίναζαν τσ ιλές κι η μάνα μ’ μάζουνι του χαμουλόι.»
Αντίληψη -Τι χαμπάρια; -Άδεια τ αμπάρια. Μτφρ. -Τι νέα; -Τα ίδια.
Αντιλαμβάνομαι
Καταστρέφω κάποιον.
Άδικα.
Αυτός που τρώει τα έτοιμα
πληθ. Τα χαραρέτια, δηλαδή οι χαρές. Χρησιμοποιείται και για τα απρόσμενα οικονομικά οφέλη, πχ μιας αυξημένης συγκομιδής. Η Γιωρς παντρεύεται, έχ χαραρέτια.
Κάθε φόρος
Το χαλασμένο
Ο χώρος που άναβαν φωτιά κι έβαζαν το καζάνι για το ζέσταμα του νερού.
Δεν πιάνει χαρτοσιά = είναι ασυναγώνιστος «Δε πιαν χαρτοσιά μπροστά τς»
Ο αποσβολωμένος
Αποσβολώνομαι
το φυτώριο (αραιώνεις τον σπόρο στα μαρούλια)
Ανοικτά πόδια