Βαζουκουπάου
Κάνω πολύ φασαρία, πολύ θόρυβο. Χαμήλου ντηλιόρασ, βαζουκουπάει κι μοι πήρει τ’ αυτιά!
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Κάνω πολύ φασαρία, πολύ θόρυβο. Χαμήλου ντηλιόρασ, βαζουκουπάει κι μοι πήρει τ’ αυτιά!
Η φασαρία
Γέρνω.
Καλογερικές εκτάσεις.
Το βελανίδι.
Ξεσπάω. Δώστου μάκου να σουπάσ γιατί βαλάντουσε στου κλάμα του ιμκρό.
Βουλιάζω στη λάσπη (όταν πρόκειται για αυτοκίνητο).
Τρέχει ασταμάτητα. Συνήθως χρησιμοποιείται για το νερό.
Η βέργα. Θα πήρα τ’ βαγασταριά, γίνκι άφανους. , που σημαίνει “Σαν έπιασα τη βέργα, εξαφανίστηκε.”
Κατάγομαι από. -Από που είσι συ; -Μένω στ βόζενα αλλά βαστάου απ’τ Λιαρίγκουβ. Δεν μασάω. Έλα σαδώ αν σι βαστάει.
Η χοντρή βέργα. Θα πάρου του βατράʎ, θα σι πω ιγώ.
Τα βατόμουρα
Το εμβόλιο
Μεγάλο ψωμί
Νευρικός
Το κατσαβίδι.
Η επίσκεψη.
Ένα βαθούλωμα με στάσιμο νερό. Συνήθως στο ποτάμι.
Λοξά.
Βλάπτω.
Βλαστμώ (βλαφημώ) σε υπερβολικό βαθμό.
Βλασφημώ.
Αφαιρώ τα βλαστάρια.
Οι ακαθαρσίες από τα ζώα, τις οποίες ανακάτευαν με άχυρα και έφτιαχναν το πλόκι, το οποίο χρησιμοποιούταν για σοβάτισμα.
Φουντώνω.
Στην έκφραση “…να ταν βόʎ”. Δηλαδή, “…να μπορούσαμε να το κάνουμε…”
μειωτικός ή υβριστικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο αργόστροφο ή άξεστο
Όπως τα θέλαμε. “Μας πήγαν ούλα βουʎκά.”
Αυτός που δεν έχει παραξενιές.
Η κοιλιά.