Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Β

Βουλά

Η φορά Μια βουλά πήγα να σ’κώσου του μπακράτσ’ κι μ’ έσπασι του δάχλου.

Βουλεύουμι

Ετοιμάζομαι, ντύνομαι. Άντιντε βουλέψ γλήγουρα να πάμι σακάτ στου καφινίου. Κουμαντέρνομαι. Αια! Τώρα βουλέφκαμι καλά. Δηλαδή, “την πάθαμε, την πατήσαμε”

Βουρλάδ

Υποκοριστικό του βουρλού. Τι φκιαν αυτού του βουρλάδ αυτού, κι μοι σλουέται;

Βουρλαίνουμι

Παλαβώνω , τρελαίνομαι απ’τις πολλές σκοτούρες. Σταμάτα να μι ζαλίιζ’ς μι τς αηδίις σ’, βουρλάθ’κα ντιπ.

Βουρλός

Ο παλαβωμένος από τις πολλές σκοτούρες. Μα ντιπ βουρλός είσι μοι φαίνιτι.

Βουρός

(υβριστικά) ως χαρακτηρισμός ανθρώπου με επιλήψιμη συμπεριφορά: το κουμάσι ή αλλιώς «κμάσ’».