Βουλά
Η φορά Μια βουλά πήγα να σ’κώσου του μπακράτσ’ κι μ’ έσπασι του δάχλου.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Η φορά Μια βουλά πήγα να σ’κώσου του μπακράτσ’ κι μ’ έσπασι του δάχλου.
Ετοιμάζομαι, ντύνομαι. Άντιντε βουλέψ γλήγουρα να πάμι σακάτ στου καφινίου. Κουμαντέρνομαι. Αια! Τώρα βουλέφκαμι καλά. Δηλαδή, “την πάθαμε, την πατήσαμε”
Γυρνώ από δω και από κει.
Κλείνω, σφραγίζω.
Επιφώνημα με τη σημασία του “πάμε”.
Κλείνω μέσα κάποιον/κάτι κάπου. Π.χ. τα ζώα στο στάβλο.
Αυτός που είναι κλεισμένος κάπου μέσα. Π.χ. τα ζώα μέσα στον στάβλο.
Η ερωτική επιθυμία της σκρόφας (θηλυκό γουρούνι).
Υποκοριστικό του βουρλού. Τι φκιαν αυτού του βουρλάδ αυτού, κι μοι σλουέται;
Παλαβώνω , τρελαίνομαι απ’τις πολλές σκοτούρες. Σταμάτα να μι ζαλίιζ’ς μι τς αηδίις σ’, βουρλάθ’κα ντιπ.
ή και βουλουδέρνου. Γυρνώ από δω κι από κει άσκοπα.
Ο παλαβωμένος από τις πολλές σκοτούρες. Μα ντιπ βουρλός είσι μοι φαίνιτι.
(υβριστικά) ως χαρακτηρισμός ανθρώπου με επιλήψιμη συμπεριφορά: το κουμάσι ή αλλιώς «κμάσ’».
Είδος στάμνας.
Το μεγάλο βρακί
Μιλάω θυμωμένα, επιπλήτω.