Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Λ

Λαβίζου

Κάνω σιγανό θόρυβο διάρκειας. Μη του κλείνς του ράδιου, άσ’του να λαβίζ.

Λαϊάζου

Κάθομαι ήσυχα σε κάποια άκρη, βρίσκω χώρο κάπως απόμερο για να αποκοιμηθώ, λαγοκοιμούμαι. Κάντι λίη ησυχία να λαϊάσου δυο λιπτά.

Λακριντί

Ο θόρυβος που γίνεται από συζήτηση και που δεν διακρίνονται φράσεις.

Λαμνίζου

Καπνίζω. Χρησιμοποιείται κυρίως στο τρίτο πρόσωπο και αναφέρεται σε φωτιές. Λαμνίιζ’ η ψησταριά. Σίμασι τα κάρβουνα καλύτιρα.

Λαμώνουμι

Λερώνομαι. Μα σι ‘πα γω να μη καταπιαστείς με του λαδ’, γιατί θα λαμουθείς.

Λιάζου

Ξεραίνω στον ήλιο. Ίλιασι του τραχανά η Γόσα κι είνιτους έτοιμους για φάγωμα.