Λάβα
Ο θόρυβος.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Ο θόρυβος.
Κάνω σιγανό θόρυβο διάρκειας. Μη του κλείνς του ράδιου, άσ’του να λαβίζ.
Επιθυμώ κάτι διακαώς.
Προφέρεται λαγκόɲ.
Φυτό στο βουνό.
Το ελαιοτριβείο.
Το αλάνι. Προφέρεται λαδρόɲ.
Κάθομαι ήσυχα σε κάποια άκρη, βρίσκω χώρο κάπως απόμερο για να αποκοιμηθώ, λαγοκοιμούμαι. Κάντι λίη ησυχία να λαϊάσου δυο λιπτά.
Μικρό πήλινο δοχείο για νερό και για κρασί.
Φεύγω.
Ο θόρυβος που γίνεται από συζήτηση και που δεν διακρίνονται φράσεις.
Ο καπνός.
Σωρός από σιτηρά.
Καπνίζω. Χρησιμοποιείται κυρίως στο τρίτο πρόσωπο και αναφέρεται σε φωτιές. Λαμνίιζ’ η ψησταριά. Σίμασι τα κάρβουνα καλύτιρα.
Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.
Αστραυτερό, καθαρό. Του σπιτ είνι λαμπίκους.
Το γυαλί για τη γκαζόλαμπα.
Λερώνομαι. Μα σι ‘πα γω να μη καταπιαστείς με του λαδ’, γιατί θα λαμουθείς.
Ψιλή βροχή.
Σταγόνες.
Το μαντήλι καλής ποιότητας.
Τρομάζω κάποιον.
Διακαής πόθος για φαΐ.
Επιθυμώ έντονα να φάω κάτι.
Λυγίζω.
Το αντίδωρο.
Ξεραίνω στον ήλιο. Ίλιασι του τραχανά η Γόσα κι είνιτους έτοιμους για φάγωμα.
Τα μαυρομάτικα φασόλια.
Τα ψιλά.