Ταβάν
Η οροφή.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Η οροφή.
Σα το σνι αλλά πιο βαθύ. Για φαγητά.
Κομμάτι ξύλου σαν τραπέζι
Το φαΐ του ζώου, συνήθως η βρώμη.
Αυτοί που έχουν στενές σχέσεις. Αυτός που έχει τα ίδια ενδιαφέροντα με κάποιον ή κάποιους άλλους. «Αφνοί οι δυο τακίμιασαν».
Ακριβώς
Η πλεονεξία
Αυτός που δεν κρατιέται -λαίμαργος στο φαΐ, μη εγκράτεια.
Καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες για κάποιο σκοπό. “Τανίσκα ως ικεί που δε μπορούσα, μα δε τα κατάφιρα.”
Τεντώνομαι
Χαμηλώνω. Ταπείνωσε τη λάμπα, δλδ χαμήλωσε σιγά σιγά.
Πριν από λίγο
Για ταύτου, δλδ γι’ αυτό το λόγο. Γιατί έτσι θέλω. Γιατί δε πήις (πήγες) στου μπαξέ; Για ταύτου.
Ρίχνω θειάφι στο αμπέλι.
αύριο. «Ταχιά θα πάμι σ’τ’ Σαλουνίκ’»
ξεκινώ πολύ πρωί. «Ταχίνιψις γλέπου» έλεγαν όταν αντάμωναν κάποιον στο δρόμο πολύ πρωί , που επέστρεφε στο χωριό
Ο άνθρωπος που γυρνούσε στο χωριό και φώναζε ανακοινώσεις της κοινότητας.
Ξαπλώνω. Σκών, τι μι τιντώθκες, έχουμε δλες.
Τέσσερις
Διαλύω
Αχτένιστος ή με ανακατεμμένα μαλλιά. (θηλ. Τζαμάλω)
Ο δύστροπος
το τσιμπούρι. «Η σκύλους μας, είνι γιμάτους τζβίκια»
Τηγανίζω
λιώνω. «Τροχονόμος: – Γιατί πάτησες τη διπλή γραμμή; Οδηγός –Σιγά να μη ντ’ τζιάλιασα κυρ τρουχουνόμι»
τέντζερης
τα εντόσθια. «Τουν μαχαίρουσι και του ‘βγαλι τα τζίλια»
Όταν παίρνεις τον άλλον στην πλάτη και βάζει τα χέρια του γύρω από το λαιμό σου κι εσύ τον πιάνεις από τις κατσούλες.
Το πολύ μικρό παιδί
Αυτός που τζιριμιτάει.