Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Το προηγούμενο βράδυ. Τι έφκιανες ψες κι άργεψες να κ’μοιθείς;
Το φαράσι. «Μαρίγια φέρι μι τουν ψιχουλόου για να μάσου τα μπάμπαλα.»
Αυτός που γεννήθηκε τελευταίος. Ο μικρότερος ηλικιακά. «Πόσα πιδιά έχς; Έχου τρία κουρίτσια και το ψμάδ η Χρήστους.»
Όταν έβαζαν στη μερίδα του φαγητού λίγο κρέας και πολλές πατάτες, έλεγαν “Ψίνσι του φαΐ” εννοώντας να κάνουν οικονομία στο κρέας και να το τρώνε λίγο λίγο για να τους φτάσει.
Ωριμάζω. «Τα στάρια ψώμωσαν κι είν’ έτμα για θέρσμα.»
Ο ψόφιος. Ο εξασθενημένος. «Μπαΐλτσα σήμιρα. Δε θα βγω στου καφενείου, είμι ψόφιους.» Αυτός που επιθυμεί πολύ κάτι.
Ο θάνατος. Το πολύ κρύο. «Άναψι τ ατζάκ γιατί έχ ψόφου όξου.»
Πίσω από το σαμάρι από το γαϊδούρι.
Το έντυπο-ανακοίνωση κηδείας ή μνημόσυνου. «Είχι μνημόσυνου κι δε του πήρα χαμπάρ, Μήπους δεν έβαλαν ψυχουχάρτ;»
[…] με την πλάτη. «Κάτσι καλά κι κοίταμι να κρίνουμι. Μη στέκισι ψώκωλα.»