Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Ψ

Ψες

Το προηγούμενο βράδυ. Τι έφκιανες ψες κι άργεψες να κ’μοιθείς;

Ψιχολόος

Το φαράσι. «Μαρίγια φέρι μι τουν ψιχουλόου για να μάσου τα μπάμπαλα.»

Ψμάδ

Αυτός που γεννήθηκε τελευταίος. Ο μικρότερος ηλικιακά. «Πόσα πιδιά έχς; Έχου τρία κουρίτσια και το ψμάδ η Χρήστους.»

Ψνίζου

Όταν έβαζαν στη μερίδα του φαγητού λίγο κρέας και πολλές πατάτες, έλεγαν “Ψίνσι του φαΐ” εννοώντας να κάνουν οικονομία στο κρέας και να το τρώνε λίγο λίγο για να τους φτάσει.

Ψόφιους

Ο ψόφιος. Ο εξασθενημένος. «Μπαΐλτσα σήμιρα. Δε θα βγω στου καφενείου, είμι ψόφιους.» Αυτός που επιθυμεί πολύ κάτι.

Ψόφους

Ο θάνατος. Το πολύ κρύο. «Άναψι τ ατζάκ γιατί έχ ψόφου όξου.»

Ψυχουχάρτ

Το έντυπο-ανακοίνωση κηδείας ή μνημόσυνου. «Είχι μνημόσυνου κι δε του πήρα χαμπάρ, Μήπους δεν έβαλαν ψυχουχάρτ;»

Ψώκωλα

[…] με την πλάτη. «Κάτσι καλά κι κοίταμι να κρίνουμι. Μη στέκισι ψώκωλα.»