Καλώς μπλάχκαμι
Καλώς ανταμώσαμε.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Καλώς ανταμώσαμε.
Χαρακτηρισμός προς κάποιον. Ο βρώμικος (μτφ.) Το μούτρο
Λερώνω.
Μασάω κάνοντας έντονο θόρυβο.
Για άνθρωπο δύστροπο, αχαΐρευτο.
Η συνάθροιση.
Μαζευόμαστε για συνάθροιση. Έντονο χαρακτηριστικό της προφοράς της λέξης είναι ο τονισμός στην προπροπαραλήγουσα.
(μτφ.) Το μικρό σε ηλικία πειραχτήρι.
Ο μαϊδανός . Κόψι απ’του γκήπου λίου μακιδουνίσ να βάλουμι στ’ σαλάτα κι έλα να φάμι.
Η γριά Ήρτι η μάκου η Λινίτσα και μι ρώτ’σι αν θα πάμι στου χουράφ. Ναρκωτικό που έβγαζαν απ’τη μωβ παπαρούνα (σ.σ. μήκων η υπνοφόρος) που φύτρωνε και στην Ορμύλια και το χρησιμοποιούσαν για να αποκοιμίζουν τα γκρινιάρικα μωρά Ουλ τ νύχτα γκάρζι το μκρό μ, το δουσα μάκου κι . . . Περισσότερα
Απλώνω το σκοινί του αλόγου για να έχει περισσότερο χώρο ελευθερίας.
Υποτιμητική έκφραση γυναίκας.
Ανακατώνω και ταυτόχρονα πιέζω, κάτι σαν ζυμώνω.
ή μαλιοματάς: ο γλυκόλογος που κερδίζει εντυπώσεις.
Γίνκαμι ένα μαλλιουβράσ.
Αχτένιστη γυναίκα. Κατ’ επέκταση η απεριποίητη γυναίκα.
Οι μεταξοσκώληκες.
Ο κηροστάτης, το μανουάλι.
Μικρό κατσίκι, αρνί ή μοσχάρι που το τρέφουν ειδικά, γιατί το προορίζουν για σφάξιμο. Χαϊδευτική προσφώνηση προς αγαπημένο πρόσωπο. Θαυμαστικό επιφώνημα σε ελκυστική γυναίκα.
Η γιαγιά, από τη μεριά της μητέρας. Δηλαδή η μητέρα της μητέρας.
Το τούβλο.
ή πιράτς. Ο πρόγονος της κλειδαριάς που ασφαλίζει εσωτερικά πόρτες και παράθυρα.
Μικρό σκληρό εξόγκωμα στο πάνω μέρος του χεριού και στα γόνατα.
Η πεσμένη, ώριμη ελιά. Η όψη, το πρόσωπο.
Ο βλάκας ή γενικά ο αναξιόλογος άνθρωπος.
Μαραίνομαι.
Ενοχλούμαι για την έλλειψη ενός μη αναγκαίου πράγματος. Δεν έχουμι να φάμι, του γλυκού σι μάρανι.
Αναμασώ. Συνήθως στο γ’ ενικό μαρκιέτι για την κατσίκα ή για κάποιον που μασάει τσίχλα.
Η πασχαλίτσα.
Επιφώνημα που έχει την έννοια του δεν πειράζει. Μας μας έβαλαν τιμουρία, εμείς δεν θα ντ’ γράψουμι. Μας μας μασ’ν.