Ζ
Εις την. ζγκαντάψυξ
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Εις την. ζγκαντάψυξ
Το κλέψιμο.
Το αγρίμι. (μτφ) Ο ανήσυχος άνθρωπος.
Αδύνατος.
ή ζουκ. Επιφώνημα που δηλώνει ανωτερότητα ή επιτυχία, και συνοδεύεται από μία κίνηση των χεριών ως εξής: Σφίγγεις τις παλάμες, έχεις τα άκρα σε γωνία 90 μοιρών και τα κινείς σαν να κάνεις σκι. Ακούγεται συχνά σε αγώνα ποδοσφαίρου κατά την επίτευξη ενός τέρματος: -Γκοοοοολ! Ζακ ρε! Ζακ!
Γαμώ . Αυτέν ντζακατάει ου Μήτσους. Κεντρίζω ή προσπαθώ να επισκευάσω κάτι, συνήθως χωρίς αποτέλεσμα. Τι μαρή του ζακατίιζ , για πεταμα είνι του.
Γαμώ. Καμακώνω.
Αδύνατος, ισχνός.
Αποπομπή.
Κλέβω.
Τσαλακώνω
Τσαλακωμένος.
Ο καλλιεργητής λαχανικών ή αλλιώς μπαξεβαντζής ή μπακτσεβαντζής.
Τα κηπευτικά.
Ξαπλώνω. Χρησιμοποιείται κυρίως σε προστακτική με τον τύπο “ζάρω”. Έλεγαν στα μικρά παιδιά: Ζάρω δω και σώπαινε. με τη σημασία του “κάτσε ήσυχα”
Η καραμέλα.
Προφέρεται ζαχαροκούʎκου:Το γλυκό κουλούρι.
Σβήνω. Η προστακτική του είναι συνηθέστερη: Ζίβα του του καντήλ να κμοιθούμι. Ο τύπος “ζίφσι” χρησιμοποιείται τόσο στο γ’ ενικό του αορίστου όσο και στην προστακτική. Ζίφσι του καντήλ, μπορεί να σημαίνει είτε “Σβήσε το καντήλι” είτε “Έσβησε το καντήλι”
Η βρωμιά.
Βρωμάω. -Τι ζγανίιζ ρε μάνα ιδώια; -Η πατέρα σ’ έβγανε τσ κάλτσες τ’ μπρουστύτερα.
Βρωμάω πάρα πολύ.
ή γκντω: Σκουντώ.
Ζορίζομαι να κάνω κάτι. Πήγε μία γιαγιά στο ιατρείο και είπε στη γιατρό: Ζγκουμαχώ καλή μ’ να ανέβου τν ασκάλα κι να δέσου τα κουρδόνια.
Σβώλοι από αλεύρι ή από χώμα.
Πλησιάζω. «Μη ζγώνς ντιπ κατά σαδώ γιατί θα σ’ αρχίσου τς γλήγουρες κακουμοίρη μ.»
Αριστερά
Αριστερόχειρας.
Οργώνω Στην εποχή του Βυζαντίου έδιναν οι γαιοκτήμονες ένα ζεύγος βοδιών στους δουλοπάροικους για να οργώνουν το χωράφι.
Ο ζητιάνος.
Είδος δέντρου.