Ζακατίζου
- Γαμώ
.
Αυτέν ντζακατάει ου Μήτσους. - Κεντρίζω ή προσπαθώ να επισκευάσω κάτι, συνήθως χωρίς αποτέλεσμα.
Τι μαρή του ζακατίιζ , για πεταμα είνι του.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!