Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Γ

Γαδούρα

(υποτιμητικά) Γυναίκα με γαϊδουρινή συμπεριφορά. Μα τι γαδούρα πού ‘ναι η γνέκα τ’ Απουστόλ. Ντμπήγα δυο ματσά αδιάσμουν κι ούτι ένα ιφχαριστώ!

Γανιάζου

(παθητική φωνή) Κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι, δυσανασχετώ. Είμι ψόφιους. Γάνιασα ούʎ τ’ μέρα να μαζώνου ιλές. (ενεργητική φωνή) Κουράζω, ταλαιπωρώ κάποιον ή τον κάνω να δυσανασχετεί. Μοι γάνιασι η πατέρα μ’ ιπρουψέ. Μ’ είχι απάν στν ασκάλα να μαζώνου καΐσα.

Γαρλουπάɲ

Ο ιστός της αράχνης που εμφανίζεται στις γωνίες της οροφής του σπιτιού ή της καλύβας.

Γάτς̆ασα

Αισθάνομαι την έντονη ανάγκη κι επιθυμία να πιω νερό/ δίψασα. Χρησιμοποιείται στον αόριστο.

Γιλώ

Κοροϊδεύω. Άσι τ’ άλλα τα πιδούδια να τουν γιλούν, ισύ να μην τουν γιλάς.

Γίνκι

Έγινε. Συνήθως στη φράση: Τι ρι γίɲκι; η οποία λέγεται όταν ανταμώνουμε κάποιον γνωστό τυχαία, αντί για το “τι κάνεις;”

Γιούργια

Η προτροπή για να ορμήξει κάποιος σε κάποιον, κάπου. Στην έκφραση: Γιούργια γιούργια στα παλιούρια.