Γαβάɲ
Ο αυνανισμός.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Ο αυνανισμός.
Ο αυνάνας. (υβριστικά) Ο μαλάκας.
Άνθρωπος με γαϊδουρινή συμπεριφορά.
(υποτιμητικά) Άτομο με γαϊδουρινή συμπεριφορά.
(υποτιμητικά) Γυναίκα με γαϊδουρινή συμπεριφορά. Μα τι γαδούρα πού ‘ναι η γνέκα τ’ Απουστόλ. Ντμπήγα δυο ματσά αδιάσμουν κι ούτι ένα ιφχαριστώ!
(μτφ.) Μία πολύ μικρή έκταση.
Η παντόφλα με ξύλινο πάτο. Το τσόκαρο.
Το επίχρυσμα.
Η σωματική και ψυχική ταλαιπωρία.
(παθητική φωνή) Κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι, δυσανασχετώ. Είμι ψόφιους. Γάνιασα ούʎ τ’ μέρα να μαζώνου ιλές. (ενεργητική φωνή) Κουράζω, ταλαιπωρώ κάποιον ή τον κάνω να δυσανασχετεί. Μοι γάνιασι η πατέρα μ’ ιπρουψέ. Μ’ είχι απάν στν ασκάλα να μαζώνου καΐσα.
Το επίχρισμα σε οικιακά σκεύη (κουτάλια,καζάνια κλπ).
Ο ιστός της αράχνης που εμφανίζεται στις γωνίες της οροφής του σπιτιού ή της καλύβας.
Η άρμη.
Αισθάνομαι την έντονη ανάγκη κι επιθυμία να πιω νερό/ δίψασα. Χρησιμοποιείται στον αόριστο.
Τα σπαρτά.
Επισκέπτομαι.
Μόριο. Για έλα, σα σι βαστάει.
Ιάομαι: θεραπεύομαι, γίνομαι καλά έπειτα από αρρώστια.
Το σπαθί.
Γι’ αυτό.
Βοηθώ στις δύσκολες στιγμές. Ειδικότερα, περιποιούμαι κάποιον στα γεράματα.
Υποκοριστικό της αγελάδας.
Κοροϊδεύω. Άσι τ’ άλλα τα πιδούδια να τουν γιλούν, ισύ να μην τουν γιλάς.
Έγινε. Συνήθως στη φράση: Τι ρι γίɲκι; η οποία λέγεται όταν ανταμώνουμε κάποιον γνωστό τυχαία, αντί για το “τι κάνεις;”
Η προτροπή για να ορμήξει κάποιος σε κάποιον, κάπου. Στην έκφραση: Γιούργια γιούργια στα παλιούρια.
Λωρίδα λαμαρίνας με δόντια που προστατεύει το λαιμό του σκύλου.
Ορμώ. Μ’ ίδει η σκύλους τ’ κι απ’ τ’ χαρά τ’ μι γιούρντξι.
Είδος φασουλιού.
Το γεφύρι.
Το ηλιοβασίλεμα.