Γκούβνους
Ο σωρός.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Ο σωρός.
Βογκώ. Θα γέρους γουγκάς.
Το γουρουνόπουλο.
Γκρεμίζω.
Βλέπω.
Η βρωμιά.
Εξάρτημα στον αργαλειό.
Γɲι:Η μύτη από το αλέτρι που όργωνε το χωράφι.
Το γόνατο.
Χρησιμοποιείται στην παρακάτω παροιμία, η οποία αφορά στους ξεροκέφαλους που δεν ακούν κανένα: Του γουδί, του γουδουχιέρ και του μπουιατζή ου κόπανους.
Τρώω το φαΐ λαίμαργα. Διε τουν πως γουνάτσε τς μπριτζόλες, πρέπ να πνούσε πουλύ. Δέρνω κάποιον. -Ιψές, η Γιωρς γουνάτσε τουν Απουστόλ. -Γιατί πλακώθκαν; -Για τς ουμάδες οι κουσβοί.
Του γουνίδ ή η γουνίδα: Ένα κομμάτι ψωμί.
Κάνω θόρυβο.
Γρατζουνάω.
Τραυματίζομαι επιφανειακά.
Το καταφύγιο.
Είδος ψαριού.
Το γουρούνι. Ο πολύ βρώμικος άνθρωπος.
Λερώθηκα, έγινα σαν το γουρούνι. Χρησιμοποιείται στον αόριστο.
Καθρεφτίζομαι. Καλά μαρή, πως είσι έτζα; Δε γυαλίσκις ντιπ;
Συνήθως στο γ’ ενικό: Άστράφτει από καθαριότητα, λάμπει.