Γκαβά
Τυφλά.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Τυφλά.
Αυτός που δεν βλέπει καλά.
Τα περιτώματα των ζώων.
Τυφλός.
Τυφλώνομαι από έντονο φως.
Μικρή λάμπα με φιτίλι και πετρέλαιο. Τζουτς Μαριγώ και μπουπ το γκαζιρό.
Ο καημός.
Το πολύ σκληρό. Που να του φας του ψουμί, είναι γκάργκαλου!
Γαργαλώ.
Η γουλιά.
ή γκαρουπουπάου: Κλαίω.
Το καρύδι στο λαιμό.
ή γκαρίζου: Κλαίω.
Κάποιος ή κάτι που δεν μεγαλώνει.
Κουβαλώ.
Το κουβάρι.
Ο σωρός από αντικείμενα.
Ο κουβάς.
Το κουδούνι.
Δε βλέπω καλά.
Πλημμυρισμένος χώρος από νερά ή άλλα υγρά (π.χ. λάδια). Από το γκιουλάρσαμι. Ούλα γίνκαν γκιολ.
Πλημμύρισε.
Αγγείο νερού
Το κοπανισμένο τραΐ, που φοράει κουδούνι και προπορεύεται του κοπαδιού.
Μου πέφτει βαρύ. Μη του φας ούλου του φαΐ, θα σοι γκιως.
Το κεφάλι.
Η καταπακτή.
Γκντίνα η αλουγάς και πέρασ’ απουπέρα.
ή Ζγκντάω: Σκουντώ.
Πνίγηκα από φαΐ. Βάρα μοι λίου ζμπλάτ π’ γκόθκα.