Νειρέβουμι
Ονειρεύομαι. Μι νείριψι ότι κέρδσα του λαχείου χτε του βράδ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Ονειρεύομαι. Μι νείριψι ότι κέρδσα του λαχείου χτε του βράδ.
Νερουλός.
Νιαουρίζει
Το χωράφι που μόλις έχει οργωθεί κι έχει γίνει αφρός.
Πλένομαι. «Σκών να πας να νιφτείς καλό μ, έχουμε κι δλες.»
Ανακατεύω.
Ανασηκώνω το φόρεμά μου.
Το ανασήκωμα του φουστανιού μέχρι να φανεί ο κώλος.
Το νερό.
Μαζεύω τα μανίκια μου. «Άμα διεις ζόρια, νισκουμπώσ’ και πάενε.»
Καταλαβαίνω.
Έγινα μούσκεμα.
Καταλαβαίνω.
Η νόηση. «Τι νουή μαρί αυτού του ζώου, σκέτους άνθρωπους»
Οι άνθρωποι.
Γκρινιάζω πολύ.
Δυναμώνω.
Το δυνάμωμα.
Όταν κάτι χαλάει, σαπίζει.
Ο άνθρωπος με φουσκωμένη κοιλιά.
Παραέφαγα, φούσκωσα.
Το ποιόν του ανθρώπου. Το λατομείο. Η ράτσα ζώου.
Το ένθετο ξύλο της πόρτας.
Ό,τι να ‘ναι, για ανθρώπους.