Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Ο ψηλόνιγνος άνθρωπος, ο σωματώδης.
Τρώω με λαιμαργία. «Ντερλίκουσα χτε κάτ’ λουκάνκα, κι γίνκι η βούζα θηρία.»
Εντελώς. Είνι τους ντιπ κουσβός.
Οι στύλοι.
Χονδρός, αυτός που έχει τυμπανισμό.
Η ξαφνική νεροποντή.
Ο χαμός, η ανακατωσούρα. « »
Σκαρφαλώνω.
Παιδικό παιχνίδι.
Υφασμάτινη θήκη που φοριόταν στην πλάτη και την χρησιμοποιούσαν είτε για να κουβαλούν τα μωρά είτε για να μεταφέρουν πράγματα.
Ετοιμάζω ένα σακίδιο με τροφές, για να το πάρω μαζί μου συνήθως στην εργασία.
Ο τροβάς, σακίδιο γεμάτη με φαγώσιμα που τον έπαιρναν στη δουλειά.
Ο ύπνος. «Α ρε νυπνουφά πάλι στου νύπνου του ρ’ξις».
Αυτή που αγαπά τον ύπνο.
Η νυχτερινή δουλειά.