Όλες οι λέξεις στο Π
Πάω (να) σε όλα τα πρόσωπα. «Θα πά να φέρου νιρού.» | 1ο ενικό «Θα πά να μι φερς δυο ντομάτες;» | 2ο ενικό «Δε πά να χιουνίσ, ιγώ θα πάω να ραντίσου.» | 3ο ενικό «Θα πά να φάμι καντίπουτα;» | 1ο πληθυντικό «Να πά να φέρτι ξύλα.» | 2ο πληθυντικό «Να πά να κλαδέψν μουνάχ. Ιγώ βαριούμι.» | 3ο . . . Περισσότερα
Η ενέδρα για κυνήγι.
Το βασάνισμα
Το ξύλινο γάντι το οποίο έμπλεκε στα δάχτυλα του αριστερού χεριού του ο θεριστής, ώστε να μην κόβεται από το δρεπάνι.
Παλιομοδίτικα.
Γυναίκα ελευθέρων ηθών.
Αγκαθωτός θάμνος που το ύψος του ξεπερνάει τα τρία μέτρα. Οι βέργες του είναι ανθεκτικότατες και χρησιμοποιούνται για το τίναγμα της ελιάς.
Μία γυναίκα που έχει συνευρεθεί ερωτικά με πολλούς άντρες.
Το χαμομήλι
Χλώμιασα
Η ενέργεια του κλεψίματος του παντοπώλη. Έγραφε πάνω-πάνω στο τεφτέρι ότι αγόρασες τρεις ντενεκέδες τυρί ενώ πήρες μόλις έναν.
Οι ξηροί καρποί.
είδος φαγητού
Η φλυαρία
το κεντρικό κάθετο δοκάρι της στέγης
Ο επιχείλιος έρπης
Χείλια
Φλύαρος
Καμπουριάζω.
Υπερβάλλω
Η επίπληξη.
Παίρνω σβάρνα τα πράγματα. Αποπαίρνω.
Κάτω από την μασχάλη.
Υποβαστάζω. «Ήταν κρουπ και τουν παραμασκάλιασα κι ίφκαμι.»
συναγωνίζομαι
Το επώνυμο
Πιο έξω
Υπερθετικός βαθμός του τρέχω Τι ρε έχει στα Ψακούδια κόσμο; Παραπλανούν όπως τς ποντικοί (γίνεται χαμός).