Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Π

Πετακάς

Μικρό γουρούνι (συν. γκουρτζιέλ) Άλλη έννοια φτουρακούδ 17 κιλά

Πετσώνου

Γαμώ. «Η Τακς ιψές ντ πέτσουσι τνάλλν που γνώρσι στ ντισκουτέκ.» Χτυπάω. «Δάρκα χτε με τουν αδερφόμ και μι πέτσουσι μια γέρη!»

Πιδί

«Γένν’σι μαρί η Γόσα(Μαρία) κι έκανε πιδί(αγόρι).»

Πινακωτή

ξύλινο σκεύος με ειδικές θέσεις για τα ψωμιά και τα έβαζαν στον φούρνο

Πλακώνου

Δέρνω Τουν πλάκωσε η πόρτα από πάνου. Τον γκέμισε. Πλακώθκε στου φαΐ.