Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Π

Πλαντάζου

Κλαίω με λυγμούς. «Τουν πήρι ντγκαραμέλα απ’του χέρ και τ’ άσουγου πλάνταξι για κανά δικάλεπτου.»

Πλαστήρ

Το στρόγγυλο σανιδένιο επίπεδο με ένα χερούλι όπου πάνω έβαζαν την πίτα για να την γυρίσουν ή για να πλάσουν το ζυμάρι.

Πλια

Πια, πλέον «Κάτσι κι μάθι του μάθ’μα σ’ πλια κι άσι τα πιγνίδια.»

Πλιαπίδ

Το πολύ μικρό σε ηλικία πειραχτήρι. «Άστουν ήσυχου τουν αδιρφό σ’, βρε πλιαπίδ’!»

Πλόκι

(το χώρισμα σε έναν τοίχο. (αντί για τούβλα) Γίνοταν με αληγαριές ή με ψουράκες. Τα κάρφωναν και το χτιζαν με κιτρινόχωμα και άχυρα. )

Πλουμίδ

Παραφορτωμένο Είχαν ένα υφαντό γεμάτο πλουμίδια. Πολλά σχέδια κι έντονα χρώματα.

Πλόχειρου

ή μπλόχειρου Η χούφτα. Κυρίως το χρησιμοποιούσαν σαν μονάδα μέτρησης. «Φέρι μι ένα πλόχειρου άλας για τς ιλές. »

Πορπατσιά

Το χαρακτηριστικό περπάτημα Τουν άλλουν τουν γνώρσα στου σκουτάδ απτν πουρπατσιά.

Πού όμως

Έκφραση που χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δείξουμε τη δυσαρέσκειά μας, για κάτι που ελπίζαμε ότι θα συμβεί και εν τέλει δεν συνέβη.

Πουλφώθκα

Εχω φτάσει σε ένα οριακό σημείο νύστας και δεν αντέχω άλλο. «Πουλφώθκα σ’νύστα. Πρέπ να πάου να ντιμπλαρουθώ.»

Πουρεύου

Περνώ δύσκολες οικονομικές δυσκολίες και τα φέρνω ίσα ίσα. Έχω οριακή επάρκεια. «Έφκιαξι η μάνα μ’ φασουλάδα. Δεν έχ’ σημασία που τα φασούλια κουλ’μπούσαν στου πιάτου. Σημασία έχ’ που πόρεψάμι κι απόψι.»

Πούσκω

Βογγάω Η άλλους με τ βούζα πάει να δεσ’ τα κουρδόνια και πουσκ’.