Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Π

Πρατσαλίζου

Ο διακεκομμένος θόρυβος και το πέταγμα των σπιθών από τα ξύλα που καίγονται. Στο τζάκι όταν έκαιγαν καστανιά, ασκαμνιά ή ρήχια (ή ρύκια) τα ξύλα αυτά πρατσάλζαν.

Πρόσφουλου

Αυγό που άφηναν παλιά στα κοτέτσια για να τα βλέπουν οι κότες και να γεννούν. Όταν τα μάζευαν τα αυγά, αυτό δεν το έπαιρναν.

Προυθμάδα

Η προθυμία. Η έντονη όρεξη για συνουσία. « -Δε μι λες μαρή Λέν, έχ η Γιωρς προυθμάδα; -Μπα, είνι τους μπαϊλτσμένους απ’τς ιλές τελευταία.»

Προυτσάω

Γαμώ. Κυρίως χρησιμοποιείται για τη συνουσία ζώων. «Τις γίδες τις προυτσάει ο τράγος.»

Προυφτώ

1) Πετάω σάλια καθώς μιλώ. 2) Φτύνω νερό έπειτα από ξαφνικό γέλιο «Ήρτι κουντά μ’ κι προυτού προυφτάσου να κάνου τίποτα, μι προύφτ’σι. Είχι στου στόμα τ’ νιρό!» Χρησιμοποιείται επίσης και στην περίπτωση, που πιάσουν κάποιον τα γέλια, προτού εκδηλωθεί το αστείο.

Προυχείμ

το φθινόπωρο. Του προυχίμ μετρούν τα πλια. Οι αγρότες έλεγαν αυτό και έβλεπαν αν θα τα βγάλουν πέρα το χειμώνα.

Πτσάκια

Τα μικρά πεύκα, εξού και τα Ψακούδια το επίνειο της Ορμύλιας

Πυκνάδα

ξύλινο στρόγγυλο σκεύος και το μέσα σίτα που κοσκινίζουν το αλεύρι Πουγάτσα (είδος ψωμιού)