Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Ομπρέλα ήλιου στην μπελ επόκ με δαντέλα και λεπτεπίλεπτη Εδώ χρησιμοποιείται για την ομπρέλα της βροχής
η κάσα της πόρτας
Με την έννοια του συμπαραστέκομαι
Εξαντλήθηκα.
το τσούγκρισμα που κάνουμε με τα κόκκινα αυγά την ημέρα της Ανάστασης «΄Ελα Γιάνν’ να παρατσακίσουμι, να διούμι ποιος θα αν’κίσ’»
Παρομοιάζω.
Έσκαβαν είτε να παραχώσουν τις λίρες είτε στο χωράφι ζαρζαβατικά είτε τον νεκρό.
Παρακεί Στασ λιγάκ παρέκ
Το κουρελιασμένο ρούχο.
αυτός που κάνει παλαβομάρες
φαΐ. μόλις στέγνωναν τα λουκάνικα, έκοβαν λουκάνικο, παστόν και πλευραμές τα τζιγάριζαν , τα έβαζαν στη βουτνάρα και το σκέπαζαν με λίγδα και τα κρατούσαν για το καλοκαίρι
Ψαχουλεύω.
Ο παστωμένος με άλας. Το χοιρινό λίπος.
Πολύ χοντρό σακάκι
Κουτσός
Η πατούσα.
το πρώτο πάτωμα
το αποτσίγαρο
Για κάποιον που επιμένει πολύ Τι ρε πατσάς είνι τούτος.
Για κάποιον που έκανε καλό μεθύσι Για αγύριστο κεφάλι Τι πατσάρα έχει η Μήτσους μαρή Κατίνα; Ότι δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του.
Το κεφάλι.
Η πατιμασιά
Το ξεσκονόπανο, το σφουγγαρόπανο. Φέρε τν πατσαβούρα γιόμοσι νερά. Μτφ η τιποτένια. Άντε διώξτην σαπέρα την παλιοπατσαβούρα.
Η αρχική σημασία ήταν η εξής: Έπερναν κιτρινόχωμα που το αναμυύγνειαν με νερό (κουρκούτ) και το έστρωναν στο πάτωμα του σπιτιού για να αποκτήσει καλύτερη υφή από αυτή του χώματος που είχαν. Στη συνέχεια, τα σπίτια άρχισαν να γίνονται με τούβλα και να σοβατίζονται, και η λέξη παρέμεινε η ίδια για . . . Περισσότερα
Η φάτνη
Ο απατεώνας
Γυναίκα ξόλης και πρόλης (Πείσος στον άντρα είναι αυτός που κάνει πονηριές.)