Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Ξ

Ξαναπουλήδ

Το βλαστάρι πάνω στο δέντρο ή το φυτό. Αν μιλάμε για ελιές είναι λαίμαργα. «Γιόμουσαν οι ντουμάτες ξαναπουλήδια»

Ξεμπουρδαρίζω

Βγαίνει κάτι απότομα κι αβίαστα από το στόμα χωρίς να το έχω σκεφτεί καλά, δηλαδή λέω μπούρδες.

Ξεροτζγαρίσκε

Τον τυραννάει σιγά σιγά/ τον ψήνει το ψάρι στα χείλια/ είναι στα τελευταία του/ πνέει τα λοίσθια.

Ξιανιγρώνου

Βγάζω στην επιφάνεια κάποιες υποθέσεις, φανερώνω κάτι που ήταν ξεχασμένο. «Τι του ξιανέγρουσις κι τούτου πλια, καλά του είχι αστουχήσ’»

Ξιαπουλνιούμι

Ανοίγω το διασκελισμό ή επιταχύνω. (κυριολεκτικά) Ενθουσιάζομαι έντονα μία πρόκληση και οδεύω με παρορμητικότητα στο να την πετύχω. (μεταφορικά)

Ξιαρίζου

Καθαρίζω το στάβλο. Προέρχεται από το εξαερίζω. Φτυαρίζω για να καθαρίσει ο χώρος από χιόνια, μπάζα ή λάσπη. Πετώ τον αφρό του κρέατος που βράζει. «Ξιάρσα σίμιρα του κμάσ κι σγάνσι ούλ η γειτουνιά»