Ξαναπουλήδ
Το βλαστάρι πάνω στο δέντρο ή το φυτό. Αν μιλάμε για ελιές είναι λαίμαργα. «Γιόμουσαν οι ντουμάτες ξαναπουλήδια»
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Το βλαστάρι πάνω στο δέντρο ή το φυτό. Αν μιλάμε για ελιές είναι λαίμαργα. «Γιόμουσαν οι ντουμάτες ξαναπουλήδια»
Ξεκουράζομαι.
Βγάζω τις ξερές ακαθαρσίες από τη μύτη, με το δάχτυλο.
Τα σαγόνια που αποκολλούνται. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για κάποιον που τρώει πολύ.
Βγαίνει κάτι απότομα κι αβίαστα από το στόμα χωρίς να το έχω σκεφτεί καλά, δηλαδή λέω μπούρδες.
Τον τυραννάει σιγά σιγά/ τον ψήνει το ψάρι στα χείλια/ είναι στα τελευταία του/ πνέει τα λοίσθια.
Κάποιος που είναι πολύ άνετος.
Αυτός που ξεχνάει
Εξαγοράζω.
Ξεκολλώ.
Τελειώνω τα αλώνια.
Βγάζω στην επιφάνεια κάποιες υποθέσεις, φανερώνω κάτι που ήταν ξεχασμένο. «Τι του ξιανέγρουσις κι τούτου πλια, καλά του είχι αστουχήσ’»
Καθαρίζω τα έντερα από τα ζώα.
Ξεχύθηκα Ξαπωλήθκαν τα κουρτσαδέλια και δεν μπορούμι να τα σμάσουμε.
Ανοίγω το διασκελισμό ή επιταχύνω. (κυριολεκτικά) Ενθουσιάζομαι έντονα μία πρόκληση και οδεύω με παρορμητικότητα στο να την πετύχω. (μεταφορικά)
Αφήνω κάτι ελεύθερο.
Λυτά, λυμμένα.
Βγάζω κάποιον από τη σειρά.
Καθαρίζω το στάβλο. Προέρχεται από το εξαερίζω. Φτυαρίζω για να καθαρίσει ο χώρος από χιόνια, μπάζα ή λάσπη. Πετώ τον αφρό του κρέατος που βράζει. «Ξιάρσα σίμιρα του κμάσ κι σγάνσι ούλ η γειτουνιά»
Βγάζω από την αρμαθιά τα σύκα, τα σκόρδα.
Βάζω κάτι αρμυρό στο νερό να φύγει το άλας.
Κλέβω
Ξεπροβοδίζω κάποιον. Ξεπλένω τα πλυμένα ρούχα.
Καθαρίζω το χωράφι από τα αγριόχορτα.
Βγάζω το βρακί, ξεγυμνώνομαι.