Ξιδγιαλέου
Ξεχωρίζω, καθαρίζω.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Ξεχωρίζω, καθαρίζω.
Λύνω από το ζυγό τα ζώα.
Ξεκάνω, ξεθεώνω.
Ασκώ έντονα μία δραστηριότητα. Ξικουλώθκε στου διάβασμα.
Έχασα τα μυαλά μου, κυρίως λόγω γήρατος.
Ξελιγώθηκα από την πείνα
Σκάβω λάκκο γύρω από τις ρίζες των δέντρων.
Ξεκαθαρίζω το μυαλό μου από τις πολλές έννοιες.
Πεινάω πάρα πολύ συν. αόρ. ξιλιγώθκα
Κόβεται η μέση μου από το βάρος ή την πολύ δουλεία.
Βλέπω για πολύ ώρα μια γυναίκα και μου πέφτουν τα σάλια.
Αυτός που έχει ντυθεί ελαφριά ενώ έχει κρύο
Αυτός που γυρίζει όλη μέρα έξω
Ξύνομαι
Κρυώνω υπερβολικά.
Τρόμαξα
Καταξοδεύομαι.
Η εκχέρσωση.
Εκχερσώνω. Ξεθεώνομαι.
Περιμένω κάτι να κρυώσει, να φύγει η πυρά. Συνήθως για το φαΐ: Ασ’ το φαΐ να ξεπερχάν και του τσακίιζ ίστιρα.
Μου έφυγαν τα σαγόνια (μτφ) είτε από τα έντονα γέλια είτε από το έντονο χασμουρητό. Έπειτα από καυγά, εφόσον έφαγα κανά δυο γροθιές στο πρόσωπο.
Τεντώνω για να σκίσω. Συνήθως χρησιμοποιούταν για τα ζώα όταν τα έσφαζαν.
Σκέφτομαι αφηρημένος.
Συνερίζω.