Φαγανός
Αυτός που τρώει πολύ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Αυτός που τρώει πολύ.
Προσπαθώ, αγωνίζομαι Φαγώθκι να ντ παντρέψ.
Πτώχευση
το φάντασμα, μεταφορικά: ο άσχημος «Θα του φάνταμα τ’ς στινούρας είσι»
Ο αλαζόνας
Ο φαρδύ μανίκι κυρίως των κληρικών.
Εκτός από την κύρια σημασία του, δηλ. δηλητηριάζω, το λένε και με τη σημασία του τρώω όταν το λένε με θυμό ή παράπονο.
1) Φωτίζω 2) ξημερώνει 3) Σ’ ίφιξι, δηλ. Σου έτυχε κάποιο μεγάλο καλό 4) θα σι φέξου μνια (μπατσά κλπ.)
Γαμώ
Ένα πολυχρησιμοποιημένο εργαλείο, αρκετά φθαρμένο από τη χρήση Για μια γυναίκα έπειτα από έντονη συνουσία
Κρυουλιάρης
Η φυγή
Το δέρμα που αλλάζει και ρίχνει το φίδι.
η φέτα. χρησιμοποιείται κυρίως ως «μια φιλέκα ψωμί». « Έλα ρε γιαγιά, δώσι μοι μια φιλέκα μι ζάχαρ’, γιατί θελ’ να πάου στου σκουλειό»
Φέτα (ένα φιλί καρπούζι)
Το ξαφνικό μπουρίνι.
Κύματα βροχής, από το φέρνω. «Φίρματα, φίρματα έρνταν η βρουχή. Μ’ έκανι μούσκιμα.»
Κάνω
Το φτυάρι
Το φτυάρι
Η επιτυχία, το κατασκεύασμα.
Η μάσκα προσώπου, το μακιγιάζ.
το χαρτί, από το φυλλάδιο «φέρι φλάδες ν’ ανάψουμι τ’ φουτιά»
Προσέχω Φλάειτου μη σι φίι Φύλαγέ το μη σου φύγει
τραπεζώνω
Βαποριζατέρ
ο φιόγκος Δέσι καλά του φλιόγκου στα μαλλιά σ’
καίγομαι από τον πολύ πυρετό Άναψε για φασαρία, έτοιμος να δαρθεί «Ούλ’ τ’ νύχτα η Γιάνν’ς φλουγκάρ’ζι απ’του μπυριτό»
φλούδα ή φυλλούδι(μικρό φύλλο) Φλούδ δεν τουν άφκε = Ίδιος κι όμοιος έγινες.
1) Γεμίζω 2) συν. Φλουμώνου στο ψέμα Παραμυθιάζω 3) Έριχναν φλώμο (μία ουσία) σε βαθουλώματα (βιράγκες) στο ποτάμι για να θολώσουν τα νερά και να βγουν τα ψάρια στην επιφάνεια για να τα πιάσουν.