Ανάμ
- Το ανήκουστο/ το πρωτάκουστο/ το απίστευτο/ το μυθικό/ το αναπάντεχο.
Άφκαν ανάμια χτε! Δάρκαν καταμισού ζμπλατεία τ χωριού!
2. Αναφώνηση με στόχο την εκδήλωση θαυμασμού ενός γεγονότος που συνέβη ή ακούστηκε.
-Τι ρε γίνκι χτε;
-Τσάκωσε ου Μήτσους τ γναίκα τ’ με τουν αξάδελφο τ’.
–Ανάμ!
3. Μία εκδήλωση που μένει στην ιστορία, διότι οι παρευρισκόμενοι επιδίδονται σε πρωτόγνωρες ενέργειες.
Τσ προυάλλες στου κουρμπάɲ, άφκαν ανάμια. Ίπναν πέντι ώρες και μετά κουρδουκλιούνταν στα χουρτάρια.
Πειρατής Χρήστος -
Τό άρθρο για αρσενικά γένη στα Ουρμυλιώτκα είνη του ί κι όχι του ού