Αγγιό
Οποιαδήποτε συσκευή που μπορεί να σε βοηθήσει. Μπορεί να είναι ένα δοχείο, ένα μαγειρικό σκεύος κ.ά.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Οποιαδήποτε συσκευή που μπορεί να σε βοηθήσει. Μπορεί να είναι ένα δοχείο, ένα μαγειρικό σκεύος κ.ά.
Να ‘τος. – Που ρε είνι τους η Γιωρς. – Άιτους, εκεί σακάτ. Δες τον. «Άιτους η Γιωρς, είνι τους ξυντίνατους κι θα πουντιάς.»
Γενικότερα, κάποιος που έχει ανάγκη για/από κάτι, που δεν κρατιέται για κάτι. Ειδικότερα: Κάποιος που θέλει απεγνωσμένα να πάει τουαλέτα. Κάποιος που ψάχνει απεγνωσμένα για ερωτικό σύντροφο.
Το ανήκουστο/ το πρωτάκουστο/ το απίστευτο/ το μυθικό/ το αναπάντεχο. Άφκαν ανάμια χτε! Δάρκαν καταμισού ζμπλατεία τ χωριού! 2. Αναφώνηση με στόχο την εκδήλωση θαυμασμού ενός γεγονότος που συνέβη ή ακούστηκε. -Τι ρε γίνκι χτε; -Τσάκωσε ου Μήτσους τ γναίκα τ’ με τουν αξάδελφο τ’. –Ανάμ! 3. Μία εκδήλωση που . . . Περισσότερα
Έκφραση παλαιότητας που σημαίνει: ανέκαθεν, από πάππου προς πάππου, από γενιά σε γενιά. Ξέρς απού πότι είνι θκιά μας αυτέν η ιλιά; Αναντάμ παπαντάμ!
Το έθιμο. “για τ’ αντέτ“, δηλαδή “για την παράδοση”
Τα ίχνη. Συνήθως στη φράση “Μ’ ακολουθείς στην Αντίρα.”, δηλαδή “Ακολουθείς τα βήματά μου.” Πουλύ καλός κυνηγός. Παίρɲ τς αντίρις απ’του λαγό κι είνι ικανός να τουν τσακώσ’ μι τα χέρια.
Ετοιμάζομαι να χτυπήσω κάποιον με τον οποίο λογοφέρνω έντονα, μα δεν το επιχειρώ. Άντι ντε, κάνι πως αξαμώɲς κι θα τα πούμε.
Ο αξύριστος.
Αποκρίνομαι, απαντώ στο κάλεσμα κάποιου. Άντιντε, απλουίς, σι φουνάζ η φίλους σ.
Απουλɲώ ή αποʎύκου: Ελευθερώνω, αφήνω. Ίʎσι του λουρί κι απόʎκε τουν σκύλου κι αυτόνους πάει κι χάλασι ούλα τα ζαρζαβάτια. Απόʎκε η εκκλησία κι ήρτι η γιαγιά μ να μι δώκ κόʎβα.
Ολοκληρώνω κάτι που ήταν ημιτελές. Άιντε γʎήγουρα, ν’ απουσώσουμε τ’ δλεια να γιένουμι άφαɲ. Απόσουσα ντ καρπέτα στουν αργαλιό.
Τοποθετώ παρόμοια αντικείμενα σε μια σειρά. Παρατηρούσε η γιαγιά μου τα αυτοκίνητα στο δρόμο το καλοκαίρι κι έλεγε: “Αϊα, αραδίζν τ αυτουκίνητα”
Σκληρό είδος δέντρου.
Αυτός που δεν σκαμπάζει, αυτός που δεν κατανοεί τα “γράμματα”.
Αυτός που δεν σιναιρίζουμε, δεν υπολογίζουμε τη γνώμη του.
ή άσουγα: άσχημες λέξεις ή πράξεις Μη λες καλό μ’, τέτοιες άσουις λέξεις!
Ξεχνώ. Χρησιμοποιείται κυρίως στον αόριστο: αστόισα Κύριι, αστόισα να γράψου τ’ντιμουρία που μ’ έβαλις.
(μτφ.) Χτυπώ ένα σβέλτο χαστούκι. Θα σ αστράψου μια κι θα σι πω ιγώ!
Για κάποιον που δε συνηθίζει να βάζει σε τάξη, να τακτοποιεί τα πράγματά του ή ό,τι υπάρχει στους χώρους όπου ζει. Ο ακατάστατος.
Αυτός που εξαφανίστηκε, χάθηκε και δε φαίνεται πια. Ο άφαντος. Ικεί που πίναμε κούμαρο στου καζάɲ, η Λευτέρς γίνκι άφανους, χουρίς να του πάρουμι χαμπάρ.
Άφησα. Χρησιμοποιείται συνήθως στον αόριστο. Μη του τσακώνς στα χέρια σ του τελάρου. Άφκετου αυτού χαμλά.
Ξεσπάω. Δώστου μάκου να σουπάσ γιατί βαλάντουσε στου κλάμα του ιμκρό.
Η βέργα. Θα πήρα τ’ βαγασταριά, γίνκι άφανους. , που σημαίνει “Σαν έπιασα τη βέργα, εξαφανίστηκε.”
Κατάγομαι από. -Από που είσι συ; -Μένω στ βόζενα αλλά βαστάου απ’τ Λιαρίγκουβ. Δεν μασάω. Έλα σαδώ αν σι βαστάει.
Στην έκφραση “…να ταν βόʎ”. Δηλαδή, “…να μπορούσαμε να το κάνουμε…”
Ετοιμάζομαι, ντύνομαι. Άντιντε βουλέψ γλήγουρα να πάμι σακάτ στου καφινίου. Κουμαντέρνομαι. Αια! Τώρα βουλέφκαμι καλά. Δηλαδή, “την πάθαμε, την πατήσαμε”
(παθητική φωνή) Κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι, δυσανασχετώ. Είμι ψόφιους. Γάνιασα ούʎ τ’ μέρα να μαζώνου ιλές. (ενεργητική φωνή) Κουράζω, ταλαιπωρώ κάποιον ή τον κάνω να δυσανασχετεί. Μοι γάνιασι η πατέρα μ’ ιπρουψέ. Μ’ είχι απάν στν ασκάλα να μαζώνου καΐσα.
Ο ιστός της αράχνης που εμφανίζεται στις γωνίες της οροφής του σπιτιού ή της καλύβας.
Αισθάνομαι την έντονη ανάγκη κι επιθυμία να πιω νερό/ δίψασα. Χρησιμοποιείται στον αόριστο.