Για
Μόριο. Για έλα, σα σι βαστάει.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Μόριο. Για έλα, σα σι βαστάει.
Βοηθώ στις δύσκολες στιγμές. Ειδικότερα, περιποιούμαι κάποιον στα γεράματα.
Κοροϊδεύω. Άσι τ’ άλλα τα πιδούδια να τουν γιλούν, ισύ να μην τουν γιλάς.
Ορμώ. Μ’ ίδει η σκύλους τ’ κι απ’ τ’ χαρά τ’ μι γιούρντξι.
Το ηλιοβασίλεμα.
ή γκαρουπουπάου: Κλαίω.
Το καρύδι στο λαιμό.
Δε βλέπω καλά.
Μου πέφτει βαρύ. Μη του φας ούλου του φαΐ, θα σοι γκιως.
Πνίγηκα από φαΐ. Βάρα μοι λίου ζμπλάτ π’ γκόθκα.
Χρησιμοποιείται στην παρακάτω παροιμία, η οποία αφορά στους ξεροκέφαλους που δεν ακούν κανένα: Του γουδί, του γουδουχιέρ και του μπουιατζή ου κόπανους.
Τρώω το φαΐ λαίμαργα. Διε τουν πως γουνάτσε τς μπριτζόλες, πρέπ να πνούσε πουλύ. Δέρνω κάποιον. -Ιψές, η Γιωρς γουνάτσε τουν Απουστόλ. -Γιατί πλακώθκαν; -Για τς ουμάδες οι κουσβοί.
Καθρεφτίζομαι. Καλά μαρή, πως είσι έτζα; Δε γυαλίσκις ντιπ;
Εκνευρίζω Μη μι διμουνίιζ, μη σ’ αρχίσου τς γλήγουρες.
Ξαπλώνω. Χρησιμοποιείται κυρίως σε προστακτική με τον τύπο “ζάρω”. Έλεγαν στα μικρά παιδιά: Ζάρω δω και σώπαινε. με τη σημασία του “κάτσε ήσυχα”
Ζορίζομαι να κάνω κάτι. Πήγε μία γιαγιά στο ιατρείο και είπε στη γιατρό: Ζγκουμαχώ καλή μ’ να ανέβου τν ασκάλα κι να δέσου τα κουρδόνια.
Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε πως βιαζόμαστε.
Δικό μου. Αντίστοιχα ισχύουν οι εξής τύποι: θκος=δικό σου, θκοτ=δικό του
ή καμάδαμ: Επιφώνημα τρομάρας. Ερμηνεύεται και ως “Ω! τι συμφορά!” Καμάδαμας, κατέβα απού κεί θα πέισ!
Σερβίρω φαγητό. Προέρχεται από το λατινικό ρήμα ceno. Αόριστος (γ’ ενικό): Κένουσι Προστακτική: Κένου – Άντε μαρή Κατσίνα κένου να φάμε. – Μιχάλ, άστου να ξιπιρχάν, θα ζιματστείς.
Ανακατεύω. Κλουκτάω το αβγό: ο ήχος που βγάζει το αβγό, καθώς το κουνάμε για να διαπιστώσουμε εάν είναι χαλασμένο. Αν κλουκτάει είναι χαλασμένο, αν δεν κλουκτάει είναι καλό.
(μτφ.) Η ευκατάστατη. Ας με λεν κοτζαμπασίνα κι ας πεθαίνω απ’ την πείνα.
Στην έκφραση: τουν εχ στου κουντό , με την έννοια ότι τον παρακολουθεί.
Πείθομαι εύκολα . Τι μαρή αλαφρουζιάζ ετούτους, κουρντίζεται με του τίπουτα.
Το πλέγμα από ξύλα, στο οποίο αναρριχάται η κληματαριά.
Το τενεκεδένιο κουτί που έβαζαν τη ζάχαρη και τον καφέ. Κόψι μια φιλέκα ψουμί κι ανξι ντ κρίνα κι πασπάλψι την μι ζάχαρ κι καφέ.
Το κούτσουρο. (μτφ.) Αυτός που δεν παίρνει τα γράμματα, αυτός που έχει μειωμένη αντίληψη. Δε τα παίρν καλή μ τα γράμματα, είνι ντιπ κτσιουπ.
Μασάω κάνοντας έντονο θόρυβο.
Η γριά Ήρτι η μάκου η Λινίτσα και μι ρώτ’σι αν θα πάμι στου χουράφ. Ναρκωτικό που έβγαζαν απ’τη μωβ παπαρούνα (σ.σ. μήκων η υπνοφόρος) που φύτρωνε και στην Ορμύλια και το χρησιμοποιούσαν για να αποκοιμίζουν τα γκρινιάρικα μωρά Ουλ τ νύχτα γκάρζι το μκρό μ, το δουσα μάκου κι . . . Περισσότερα
Επιφώνημα που έχει την έννοια του δεν πειράζει. Μας μας έβαλαν τιμουρία, εμείς δεν θα ντ’ γράψουμι. Μας μας μασ’ν.