Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Όλα τα λήματα από Προτεινόμενα

Γιλώ

Κοροϊδεύω. Άσι τ’ άλλα τα πιδούδια να τουν γιλούν, ισύ να μην τουν γιλάς.

Γουδουχέρ

Χρησιμοποιείται στην παρακάτω παροιμία, η οποία αφορά στους ξεροκέφαλους που δεν ακούν κανένα: Του γουδί, του γουδουχιέρ και του μπουιατζή ου κόπανους.

Γουνατίζου

Τρώω το φαΐ λαίμαργα. Διε τουν πως γουνάτσε τς μπριτζόλες, πρέπ να πνούσε πουλύ. Δέρνω κάποιον. -Ιψές, η Γιωρς γουνάτσε τουν Απουστόλ. -Γιατί πλακώθκαν; -Για τς ουμάδες οι κουσβοί.

Ζαρώνου

Ξαπλώνω. Χρησιμοποιείται κυρίως σε προστακτική με τον τύπο “ζάρω”. Έλεγαν στα μικρά παιδιά: Ζάρω δω και σώπαινε. με τη σημασία του “κάτσε ήσυχα”

Ζγκουμαχώ

Ζορίζομαι να κάνω κάτι. Πήγε μία γιαγιά στο ιατρείο και είπε στη γιατρό: Ζγκουμαχώ καλή μ’ να ανέβου τν ασκάλα κι να δέσου τα κουρδόνια.

Θκομ

Δικό μου. Αντίστοιχα ισχύουν οι εξής τύποι: θκος=δικό σου, θκοτ=δικό του

Καμάδαμας

ή καμάδαμ: Επιφώνημα τρομάρας. Ερμηνεύεται και ως “Ω! τι συμφορά!” Καμάδαμας, κατέβα απού κεί θα πέισ!

Κινώνου

Σερβίρω
 φαγητό. Προέρχεται από το λατινικό ρήμα ceno. Αόριστος (γ’ ενικό): Κένουσι Προστακτική: Κένου – Άντε μαρή Κατσίνα κένου να φάμε. – Μιχάλ, άστου να ξιπιρχάν, θα ζιματστείς.  

Κλουκτάω

Ανακατεύω. Κλουκτάω το αβγό: ο ήχος που βγάζει το αβγό, καθώς το κουνάμε για να διαπιστώσουμε εάν είναι χαλασμένο. Αν κλουκτάει είναι χαλασμένο, αν δεν κλουκτάει είναι καλό.

Κουντό

Στην έκφραση: τουν εχ στου κουντό
, με την έννοια ότι τον παρακολουθεί.

Κρίνα

Το τενεκεδένιο κουτί που έβαζαν τη ζάχαρη και τον καφέ. 
Κόψι μια φιλέκα ψουμί κι ανξι ντ κρίνα κι πασπάλψι την μι ζάχαρ κι καφέ.

Κτσιούπ

Το κούτσουρο. (μτφ.) Αυτός που δεν παίρνει τα γράμματα, αυτός που έχει μειωμένη αντίληψη. Δε τα παίρν καλή μ τα γράμματα, είνι ντιπ κτσιουπ.

Μάκου

Η γριά Ήρτι η μάκου η Λινίτσα και μι ρώτ’σι αν θα πάμι στου χουράφ.  Ναρκωτικό που έβγαζαν απ’τη μωβ παπαρούνα (σ.σ. μήκων η υπνοφόρος) που φύτρωνε και στην Ορμύλια και το χρησιμοποιούσαν για να αποκοιμίζουν τα γκρινιάρικα μωρά Ουλ τ νύχτα γκάρζι το μκρό μ, το δουσα μάκου κι . . . Περισσότερα

Μας

Επιφώνημα που έχει την έννοια του δεν πειράζει. Μας μας έβαλαν τιμουρία, εμείς δεν θα ντ’ γράψουμι. Μας μας μασ’ν.