Μουρντάρς
Το καμάκι που όχι μόνο επιδιώκει αλλά καταφέρνει επίσης εύκολα να ρίχνει τα θηλυκά.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Το καμάκι που όχι μόνο επιδιώκει αλλά καταφέρνει επίσης εύκολα να ρίχνει τα θηλυκά.
Πάω (να) σε όλα τα πρόσωπα. «Θα πά να φέρου νιρού.» | 1ο ενικό «Θα πά να μι φερς δυο ντομάτες;» | 2ο ενικό «Δε πά να χιουνίσ, ιγώ θα πάω να ραντίσου.» | 3ο ενικό «Θα πά να φάμι καντίπουτα;» | 1ο πληθυντικό «Να πά να φέρτι ξύλα.» | 2ο πληθυντικό «Να πά να κλαδέψν μουνάχ. Ιγώ βαριούμι.» | 3ο . . . Περισσότερα
Γαμώ. «Η Τακς ιψές ντ πέτσουσι τνάλλν που γνώρσι στ ντισκουτέκ.» Χτυπάω. «Δάρκα χτε με τουν αδερφόμ και μι πέτσουσι μια γέρη!»
ή μπλόχειρου Η χούφτα. Κυρίως το χρησιμοποιούσαν σαν μονάδα μέτρησης. «Φέρι μι ένα πλόχειρου άλας για τς ιλές. »
Εχω φτάσει σε ένα οριακό σημείο νύστας και δεν αντέχω άλλο. «Πουλφώθκα σ’νύστα. Πρέπ να πάου να ντιμπλαρουθώ.»
Περνώ δύσκολες οικονομικές δυσκολίες και τα φέρνω ίσα ίσα. Έχω οριακή επάρκεια. «Έφκιαξι η μάνα μ’ φασουλάδα. Δεν έχ’ σημασία που τα φασούλια κουλ’μπούσαν στου πιάτου. Σημασία έχ’ που πόρεψάμι κι απόψι.»
Η ασχήμια. «Τι ρε προσωπίδα έχ τούτος; Θα μαϊμουνάς είνι τους.»
Η προθυμία. Η έντονη όρεξη για συνουσία. « -Δε μι λες μαρή Λέν, έχ η Γιωρς προυθμάδα; -Μπα, είνι τους μπαϊλτσμένους απ’τς ιλές τελευταία.»
Το πιώμα.
Το σημάδι που άφηνε το χτύπημα της βέργας στο σώμα του παιδιού. «Κάτσι καλά, γιατί άμα σ’ αρχίσου, θα σι γιμίσου ραφίδια.»
Ένα εργαλείο που έφτιαχναν κλωστές. (μτφ) Στην έκφραση «Ρουδάν πάει η γλώσσα ς», που σημαίνει μιλάς πολύ γρήγορα.
Ηρεμώ. «Αχ χαλίπουσι του μκρο. Είνι του έτοιμο για ύπνου.» Χαμηλώνω. «Χαλίπουσι τ’ φουτιά θα καούμι.»
Αυτός που γεννήθηκε τελευταίος. Ο μικρότερος ηλικιακά. «Πόσα πιδιά έχς; Έχου τρία κουρίτσια και το ψμάδ η Χρήστους.»
Το έντυπο-ανακοίνωση κηδείας ή μνημόσυνου. «Είχι μνημόσυνου κι δε του πήρα χαμπάρ, Μήπους δεν έβαλαν ψυχουχάρτ;»