Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Κτσιούπ

  1. Το κούτσουρο.
  2. (μτφ.) Αυτός που δεν παίρνει τα γράμματα, αυτός που έχει μειωμένη αντίληψη.

    Δε τα παίρν καλή μ τα γράμματα, είνι ντιπ κτσιουπ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.