Κτσιούπ
- Το κούτσουρο.
- (μτφ.) Αυτός που δεν παίρνει τα γράμματα, αυτός που έχει μειωμένη αντίληψη.
Δε τα παίρν καλή μ τα γράμματα, είνι ντιπ κτσιουπ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Δε τα παίρν καλή μ τα γράμματα, είνι ντιπ κτσιουπ.