Μάκου
- Η γριά
Ήρτι η μάκου η Λινίτσα και μι ρώτ’σι αν θα πάμι στου χουράφ. - Ναρκωτικό που έβγαζαν απ’τη μωβ παπαρούνα (σ.σ. μήκων η υπνοφόρος) που φύτρωνε και στην Ορμύλια και το χρησιμοποιούσαν για να αποκοιμίζουν τα γκρινιάρικα μωρά
Ουλ τ νύχτα γκάρζι το μκρό μ, το δουσα μάκου κι έτσ ησύχασι, μουνάχα που κμούνταν ούλ τ μέρα.