Απουλνώ
Απουλɲώ ή αποʎύκου: Ελευθερώνω, αφήνω.
Ίʎσι του λουρί κι απόʎκε τουν σκύλου κι αυτόνους πάει κι χάλασι ούλα τα ζαρζαβάτια.
Απόʎκε η εκκλησία κι ήρτι η γιαγιά μ να μι δώκ κόʎβα.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Απουλɲώ ή αποʎύκου: Ελευθερώνω, αφήνω.
Ίʎσι του λουρί κι απόʎκε τουν σκύλου κι αυτόνους πάει κι χάλασι ούλα τα ζαρζαβάτια.
Απόʎκε η εκκλησία κι ήρτι η γιαγιά μ να μι δώκ κόʎβα.