Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Βουλεύουμι

  1. Ετοιμάζομαι, ντύνομαι.
    Άντιντε βουλέψ γλήγουρα να πάμι σακάτ στου καφινίου.
  2. Κουμαντέρνομαι.
    Αια! Τώρα βουλέφκαμι καλά. Δηλαδή, “την πάθαμε, την πατήσαμε”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.