Βουλεύουμι
- Ετοιμάζομαι, ντύνομαι.
Άντιντε βουλέψ γλήγουρα να πάμι σακάτ στου καφινίου. - Κουμαντέρνομαι.
Αια! Τώρα βουλέφκαμι καλά. Δηλαδή, “την πάθαμε, την πατήσαμε”
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!