Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Γανιάζου

  1. (παθητική φωνή) Κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι, δυσανασχετώ.
    Είμι ψόφιους. Γάνιασα ούʎ τ’ μέρα να μαζώνου ιλές.
  2. (ενεργητική φωνή) Κουράζω, ταλαιπωρώ κάποιον ή τον κάνω να δυσανασχετεί.
    Μοι γάνιασι η πατέρα μ’ ιπρουψέ. Μ’ είχι απάν στν ασκάλα να μαζώνου καΐσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.