Γανιάζου
- (παθητική φωνή) Κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι, δυσανασχετώ.
Είμι ψόφιους. Γάνιασα ούʎ τ’ μέρα να μαζώνου ιλές. - (ενεργητική φωνή) Κουράζω, ταλαιπωρώ κάποιον ή τον κάνω να δυσανασχετεί.
Μοι γάνιασι η πατέρα μ’ ιπρουψέ. Μ’ είχι απάν στν ασκάλα να μαζώνου καΐσα.