Ξισουέβου
Ξεμακραίνω από τη συγγένεια.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Ξεμακραίνω από τη συγγένεια.
Διαχωρίζω το τσόφλι από τον καρπό όσπριου.
Τα φασολάκια, όταν τα καθαρίζεις και βγάζεις τους καρπούς τους από το τσόφλι τους.
Ωριμάζω. Μεγάλωσα πολύ.
Κουράστηκα να περιμένω.
Ενημερώνομαι τρόπον τινά από κάποιον για να ανοίξω τα μάτια μου και να γνωρίσω την αλήθεια.
Ξεχύλωσε.
Βγάζω τα εντόσθια από τα ψάρια ή από την κότα, ξεκοιλιάζω.
Ξετυλίχτηκα Για κάποιον που κάθοταν, και όταν σηκώνοταν συνειδητοποιούσαν πόσο ψηλός ήταν και έλεγαν: Διε ρε η άλλους ξιτλιγαδώθκε.
Βγάζω τις τσίμπλες από το μάτι. Δε νίφκι του προυί και ξιτσιμπλιάζιτι.
μτφ. ξέφυγα, τρελάθηκα «Η Γιάνν’ς ξίφκι σι λέου, δεν είνι στα καλά τ’.»
Τρομάζω. συν. αορ. ξίφριξα
Τρομαγμένος
Βγάζω τις ψείρες από το κεφάλι.
Το πολύ άγγουρο.
Ψωμί ή τσουρέκι σε σχήμα πλεξούδας Υποτιμητική έκφραση για τη γυναίκα
Τα κόλυβα
Το χαρούπι.
Ξύνω
Το πειραχτήρι, το αλητάκι. «Α, ρε, ξώγανου άμα σ’ αρχίσου θα δγεις τι θα πάθ’ς» Κοροϊδευτικά το ψηλό άχαρο σώμα.