Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Ξιαρίζου

  1. Καθαρίζω το στάβλο. Προέρχεται από το εξαερίζω.
  2. Φτυαρίζω για να καθαρίσει ο χώρος από χιόνια, μπάζα ή λάσπη.
  3. Πετώ τον αφρό του κρέατος που βράζει.

    «Ξιάρσα σίμιρα του κμάσ κι σγάνσι ούλ η γειτουνιά»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.