Ξιαρίζου
- Καθαρίζω το στάβλο. Προέρχεται από το εξαερίζω.
- Φτυαρίζω για να καθαρίσει ο χώρος από χιόνια, μπάζα ή λάσπη.
- Πετώ τον αφρό του κρέατος που βράζει.
«Ξιάρσα σίμιρα του κμάσ κι σγάνσι ούλ η γειτουνιά»
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
«Ξιάρσα σίμιρα του κμάσ κι σγάνσι ούλ η γειτουνιά»