Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Προυφτώ

1) Πετάω σάλια καθώς μιλώ.
2) Φτύνω νερό έπειτα από ξαφνικό γέλιο «Ήρτι κουντά μ’ κι προυτού προυφτάσου να κάνου τίποτα, μι προύφτ’σι. Είχι στου στόμα τ’ νιρό!» Χρησιμοποιείται επίσης και στην περίπτωση, που πιάσουν κάποιον τα γέλια, προτού εκδηλωθεί το αστείο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.