Αθκάɲ
Ένα πλατύ ξύλο, το οποίο χρησιμοποιούσαν στα αλώνια για να σπάσουν τα στάχια και να απομείνει το σιτάρι.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Ένα πλατύ ξύλο, το οποίο χρησιμοποιούσαν στα αλώνια για να σπάσουν τα στάχια και να απομείνει το σιτάρι.