Μουλαΐμσι
Αόριστος ή προστακτική, σημαίνει “ηρέμησε”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Αόριστος ή προστακτική, σημαίνει “ηρέμησε”.
Είδος κλωστής, για κέντημα.
Χαζός.
Παραμιλάω μέσα από τα δόντια μου. Έπεσαν τα γάλατα από τον βοηθό στο μπακάλικο και το αφεντικό μουλουμουτούσε: Ε του μλαρ πάλι τα γκρέμσε ούλα.
Ο ύπουλος
Το διάστημα από την περίμετρο της οροφής μέχρι τη στέγη.
Το καμάκι που όχι μόνο επιδιώκει αλλά καταφέρνει επίσης εύκολα να ρίχνει τα θηλυκά.
Ο ανόητος.
Αυτός που θαυμάζει τα πάντα.
Έκανα κάτι που μ’ άρεσε και εξακολουθώ να το κάνω, καλομαθαίνω. Αόριστος μουρσέφκα. Μουρσέφκι η αλ’που στα σύκα.
Ο φιλοξενούμενος.
Έχω την τάση να δακρύσω. Μούσγωσε κι είν έτοιμος να κλάψ.
Ψευτοκλαίω.
ή Μούτσιανους: μικρός (ηλικιακά)
Φυλακίζω, δένω χειροπόδαρα. Τυλίγω με κάποιο υλικό συσκευασίας.
Το επίχρισμα της καλαμωτής για ταβάνι/οροφή.
Συνήθως στον αόριστο μπαΐλτσα. Κουράζομαι έντονα. Μπαΐλτσα να σας πλιένου κι να σας σιδιρώνου.
Έκταση γεμάτη χορτάρια.
Σκεύος της κουζίνας
Ο αργός, ο ακνός. Αυτός που πηγαίνει με το πάσο του.
Ο καθαρός. Πλύσ κι συ να γίνς μπαμπάκους.
Αυτός που δεν έχει καθαρή ομιλία.
Δεν μιλώ καθαρά.
Το ψίχουλο. Φάτου ούλου. Μπάμπαλου να μην αφήκς. Κάθε μικρό σκουπίδι. Μπήκε ένα μπάμπαλου στου μάτι μ.
Η μεγάλη φωτιά.