Μσιρέβου
Σακατεύομαι.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Σακατεύομαι.
Ο σακατεμένος.
Η σουπιέρα ή εκεί που έβαζαν τα κόλλυβα.
Αυτός με τις πολλές μύξες. (μτφ.) Το μικρό παιδί με κροκοδείλια δάκρυα.
Το μεταξωτό μαντήλι που είχαν για τις μύξες και το έβαζαν στην τσέπη.
Γκρίνια.
Γκρινιάζω.
Μυρίζω πολύ έντονα.