Μασάλ
Προφέρεται μασάʎ. Το παραδοσιακό ανέκδοτο βγαλμένο από την πραγματική ζωή.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Προφέρεται μασάʎ. Το παραδοσιακό ανέκδοτο βγαλμένο από την πραγματική ζωή.
Συνήθως στον πληθυντικό τα μασούρια. Ποσότητα νήματος ή κλωστής μαζεμένη έτσι ώστε να σχηματίζει κύλινδρο. (μτφ.) Μάτσο από κάτι, κυρίως από χαρτονομίσματα. “Με πήγε μασούρ”, τζιρλίστηκα, δηλαδή με έπιασε διάρροια.
Προστακτική: Μάζεψέ τα. Μάστα και γένε άφανους.
Ξανά
Ο τσαλαπετεινός. (μτφ.) Για κάποιον που φορά πολύχρωμα ρούχα . Τι μι ντύθκις έτζια, θα του ματαπουπού;
Προφέρεται ματζούɲ. Κάθε πρακτικό φάρμακο, ιδίως όταν έχει τη μορφή πολτού. Είδος καραμέλας.
Είδος λουκάνικου.
Αναμασώ.
Προφέρεται ματσούc. Ένα μακρύ ξύλο. Χρησιμοποιείται συνήθως για μακριά πράγματα, σαν βέργες.
Τα κύρια πλάγια δοκάρια της στέγης.
Υποτιμητική λέξη για γυναίκα από άντρα. Άντι, μαρί μαχίνα, τι είνι αυτά που λες;
Προφέρεται μέʎ. Στη φράση: Τι σι μέʎ εσένανε; δηλαδή, Τι σε νοιάζει;
Το μαύρο και άγονο χώμα.
Αρρώστια των δέντρων που βγάζουν ρετσίνι.
Κομμάτι που μας αναλογεί, το μερίδιο.
Μοίραζαν.
Προφέρεται μεσάʎ. Η θέση που ήταν το ψωμί μέσα στο φούρνο. Ένα μακρόστενο υφαντό πού έστρωναν στην π’νακουτή και μέσα σ’αυτό τύλιγαν τα ωμά ψωμιά για να μην κολλήσουν μεταξύ τους και για να τους διευκολύνει στο να τα πιάσουν για να τα φουρνίσουν.
Προφέρεται μιγντάɲ. Η πιάτσα.
Η ανακατώστρα.
Ο ιντριγκαδόρος.
Το κουτσομπολιό.
Κρόταφος.
Μικρή πληγή . Έχ κι η αλεπού μιμί, μας έλεγαν για να πάρουμε θάρρος όταν κλαίγαμε. Που σημαίνει ότι είναι μικρή η πληγή, και άρα δεν πρέπει να ανησυχούμε.
Επιδιόρθωση.
Το μουλάρι το οποίο γεννιέται από τη φοράδα. Σύμπραξη από άλογο με γαϊδούρι. Η χρήση των οποίων ήταν αντίστοιχη με τα κάρα ή τα σημερινά αγροτικά. (μτφ.) Υποτιμητική έκφραση.
Αιδοίο
Αφαιρώ τους όρχεις.
Ευνούχος, χωρίς όρχεις.
Σιωπή.
Μόνο . Μου ντουμάτις έχω. Τ αγγούρια μπίτσαν.