Μεσάλ
Προφέρεται μεσάʎ. Η θέση που ήταν το ψωμί μέσα στο φούρνο.
Ένα μακρόστενο υφαντό πού έστρωναν στην π’νακουτή και μέσα σ’αυτό τύλιγαν τα ωμά ψωμιά για να μην κολλήσουν μεταξύ τους και για να τους διευκολύνει στο να τα πιάσουν για να τα φουρνίσουν.
Χρήστος Απο. Πειραλής -
ειναι μακρόστενο υφαντό πού έστρωναν στήν π’νακουτή και τοποθετούσαν τύλιγαν τα ωμά ψωμιά γιά να μήν κολλήσουν μεταξύ τους και για νά τούσ διευκολύνει στό να τα πιάσουν για να τα φουρνίσουν