Λιβακόθκα
Ζεστάθηκα.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Ζεστάθηκα.
Είδος φυτού.
Το λίπος. (μτφ.) Η βρωμιά.
Ο βρώμικος.
Η βρωμιά.
Σωρός από πέτρες. Να, πιδί μ του χουράφ μας αρχίζ απ’ αυτέν τ λιθουσουριά.
Το μόριο ενός μωρού.
Τα κομμάτια από μία σπασμένη κούπα.
Το μέρος της σαγής γύρω απο τον λαιμό.
Αυτός που πολύ πεινασμένος.
Ένα εξάρτημα που τοποθετείται στο λαιμό του αλόγου για να ζεφτεί στο κάρο.
Λαχταρώ διακαώς.
Κούφιος.
Το φουντούκι με τσόφλι. (μτφ.) Αυτό που έχει λεπτό περίβλημα.
Ξεχωρίζω το στάρι με τ άχυρο.
Αυτός που αρπάζει κάτι από λαιμαργία.
Προφέρεται ʎμάζου.
Προφέρεται ʎμούρ.
Η αράχνη.
Η πείνα.
Λακκούβα με λασπόνερα.
Το τσόφλι από τα όσπρια.
Το είδος.
Το μικρό χωνί για να κάνουν τα λουκάνικα.
Τρελαίνομαι. Αυτός δεν είνι τους καλά, πρέπ να λουλάθκε.
Τρελός
Κοινός παραισθησιογόνος μύκητας.
Η χαζούλα.
Προφέρεται λουɲ. Έκταση με στάσιμα νερά.
Λακούβα με νερό και λάσπη.