Αδειάζου
(μτφ.) Είμαι εύκαιρος, έχω ελεύθερο χρόνο να κάνω κάτι.
Είχα τόσις πουλλές δλες που διν άδειασα ντιπ τς προυάλλες.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
(μτφ.) Είμαι εύκαιρος, έχω ελεύθερο χρόνο να κάνω κάτι.
Είχα τόσις πουλλές δλες που διν άδειασα ντιπ τς προυάλλες.