Άιτους
Να ‘τος. – Που ρε είνι τους η Γιωρς. – Άιτους, εκεί σακάτ. Δες τον. «Άιτους η Γιωρς, είνι τους ξυντίνατους κι θα πουντιάς.»
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Να ‘τος. – Που ρε είνι τους η Γιωρς. – Άιτους, εκεί σακάτ. Δες τον. «Άιτους η Γιωρς, είνι τους ξυντίνατους κι θα πουντιάς.»
Κάτω.
Αυτός που έχει ώρα να ουρήσει.
Τεμπέλης
Κολλάω.
Ακουʎνώ: Κολλώ Τρύπσι τ’ αγγειό κι πήγα κι μι τ’ ακόʎσαν.
(Μτφ.) Ο ανεξέλεγκτος. Η Γιάνν’ς δε σμαζώνεται μι τίπουτα, ντιπ ακουμάνταρστους είνι τους.
Έκφραση που χρησιμοποιείται για κάποιον που άκουσε ανείπωτες κουβέντες από εξοργισμένο ή αγαναχτισμένο.
Το πασάλειμα.
Μακριά.
Ριγωτό ύφασμα από το οποίο κατασκεύαζαν γυναικεία φορέματα, ανδρικά πουκάμισα, γιλέκα κ.ά. .
(μτφ.) Ο επιπόλαιος.
Δεν είμαι στα καλά μ’.
(μτφ.) Ο φευγάτος, ο επιπόλαιος, ο χαζός.
Ο ξαφνιασμένος, ο τρομαγμένος.
Τρομάζω, ξαφνιάζομαι. Συνήθως στον αόριστο αλάφχιασα.
Σε εγρήγορση.
Το πάρε-δώσε.
Λαίμαργος.
Τα καθαρά εσώρουχα που πρόκειται να βάλουμε.
Άʎνοι: Άλλοι Δεν ήταν θκοί μας, άʎνοι ήταν.
Τοπωνύμιο της Ορμύλιας.
(επίρ.) Όρθια.
Αʎπούμι: Λυπάμαι. Τουν αʎπούμι τουν καημένου. Δεν έχ να φάει.
Το πέταλο.
Σε επιφωνηματική χρήση, ανάλογα με το νόημα του λόγου και το χρωματισμό της φωνής εκφράζει: α. κατανόηση, παραδοχή: Αμ πως δα! Έτσι είναι αυτά τα πράγματα. β. δυσαρέσκεια. Αμ στο πα, αλλά σι δι μ’ άκουις!
Τσάμπα.
Ο τσαμπατζής.