Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Αμάχνα

Η φόρα. Θα πάρω μια αμάχνα για να πηδήξω τον φράχτη/τη φωτιά.

Αμπαλαϊά

Πέρα δώθε. Χαρακτηρίζει την κίνηση ενός σώματος που πλαγιάζει καθώς κινείται. “Η άλλους γίνκι κρουπ κι πάεινι αμπαλαϊά.”

Αμπόʎ

Μικρό τμήμα βλαστού που χρησιμποιείται για μπόλιασμα, το μπόλι.

Αμπουλιάνα

Μεγάλη έκταση. Ουλόκληρ αμπουλιάνα είχι κι ήθιλι να γκντίις κι του θκό μ του χουράφ.

Αμπουριά

Το πέρασμα. Θα σι στριμώξου ιγώ καμιά μέρα κι θα ψάχνς για αμπουριά να ξιφύεις.

Αναγκαίο

Ο απόπατους, το αποχωρητήριο, η τουαλέτα. Πάου στ’ αναγκαίου γιατί κατουριούμι.

Αναγκιουμένους

Γενικότερα, κάποιος που έχει ανάγκη για/από κάτι, που δεν κρατιέται για κάτι. Ειδικότερα: Κάποιος που θέλει απεγνωσμένα να πάει τουαλέτα. Κάποιος που ψάχνει απεγνωσμένα για ερωτικό σύντροφο.

Ανάκαρα

Δύναμη, κουράγιο. “Δεν έχω ντιπ ανάκαρα να σκουθώ απ’ του κριβάτ”

Ανάμ

Το ανήκουστο/ το πρωτάκουστο/ το απίστευτο/ το μυθικό/ το αναπάντεχο. Άφκαν ανάμια χτε! Δάρκαν καταμισού ζμπλατεία τ χωριού! 2.  Αναφώνηση με στόχο την εκδήλωση θαυμασμού ενός γεγονότος που συνέβη ή ακούστηκε. -Τι ρε γίνκι χτε; -Τσάκωσε ου Μήτσους τ γναίκα τ’ με τουν αξάδελφο τ’. –Ανάμ! 3.  Μία εκδήλωση που . . . Περισσότερα

Αναντάμ παπαντάμ

Έκφραση παλαιότητας που σημαίνει: ανέκαθεν, από πάππου προς πάππου, από γενιά σε γενιά. Ξέρς απού πότι είνι θκιά μας αυτέν η ιλιά; Αναντάμ παπαντάμ!

Ανεχουβουλιάζουμι

Βάζω τα χέρια μπροστά στο στόμα για να ζεσταθώ από τα χνώτα. Κινούμαι γιά να βρω πιό αναπαυτική θέση-στάση.

Ανόνα

Το λάδι της χρονιάς. Αν και οι ιλές δεν πήγαν καλά φέτου, απ’ ότ φαίνιτι θα βγάλουμι τν ανόνα.

Αντάμς

Κάποιος που δεν είναι αξιόπιστος. Ξερς τι αντάμδες ήταν αφνοί; Που να τσ ιμπιστευτώ;

Αντέτ

Το έθιμο. “για τ’ αντέτ“, δηλαδή “για την παράδοση”