Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Αρναούτς

Υποτιμητική έκφραση/ βρισιά/ ως χαρακτηρίσμος ανθρώπου ξεροκέφαλου.  

Αρπεδόɲ

Το σκοινί για τα κλικούδια. Τη μέρα που πήγαιναν τα παιδιά για να πουν τα κάλαντα, έδεναν γύρω από τη μέση τους ένα σκοινί (αρπεδόɲ) και άφηναν την μία άκρη ελέυθερη για να περνάνε από μέσα τα κλικούδια (στρόγγυλα κουλούρια) τα οποία ήταν το φιλοδώρημα των νοικοκυρέων.

Αρτιρίζω

ή Αρτιρώ: αυξάνω, πολλαπλασιάζω. Αρτίρσι λγάκ του μπγιάδ, α να δγιούμι θα πουτίσου;

Ασλόιστους

Αυτός που δε σκέφτεται καθόλου τις συνέπειες μιας πράξης του, που ενεργεί απερίσκεπτα, επιπόλαια/ ο ασυλλόγιστος.

Ασμάζουχτους

ή ασμάζιφτους: Για κάποιον που δεν μπορούν να τον περιορίσουν. ασμάζουχτους (ή ασμάζιφτους) -> ασυμμάζωχτος -> ασυμμάζευτος

Ασουγάδες

ή άσουγα: άσχημες λέξεις ή πράξεις Μη λες καλό μ’, τέτοιες άσουις λέξεις! 

Άσουγος

Αυτός που εκστομίζει άσχημες λέξεις, ο βωμολόχος, αυτός που λέει ασουγάδες. Για άτομο με κακή διαγωγή και απρεπή συμπεριφορά.

Άσουτος

Αυτός που δεν «σώνεται», ο ατέλειωτος. Μπήκα σ’ν απουθήκ’, κι είδα πως είχι άσουτα γαρλουπάνια.

Ασπρουβουλάει

Για κάτι που εκπέμπει ζωηρό κι έντονο φως ή λάμψη/ αστράφτει/ λάμπει. Κυρίως ως ένδειξη καθαριότητας και χρησιμοποιείται συνήθως στο γ’ ενικό.

Αστουχώ

Ξεχνώ. Χρησιμοποιείται κυρίως στον αόριστο: αστόισα Κύριι, αστόισα να γράψου τ’ντιμουρία που μ’ έβαλις.

Αστρέχα

Το κομμάτι μιας στέγης – κεραμοσκεπής συνήθως – το οποίο εξέχει από τον κυρίως όγκο του σπιτιού για λόγους προστασίας από το νερό της βροχής.

Ατμάκατος

Παλιό αμάξι που κάνει θόρυβο, Έρχιτι κι η μπάρμπας η Γληγόρς με τν ατμάκατου.

Ατμάρευτους

Για κάποιον που δε συνηθίζει να βάζει σε τάξη, να τακτοποιεί τα πράγματά του ή ό,τι υπάρχει στους χώρους όπου ζει. Ο ακατάστατος.

Άτσαλους

Ο αδέξιος, χρησιμοποιείται για κάποιον που δεν έχει την ικανότητα με σωστά υπολογισμένες κινήσεις να κατασκευάσει ή να εκτελέσει σωστά κάτι.

Αυτόνους

Αυτός. Επίσης υπάρχουν οι τύποι: Αυτέɲ (αυτή) και Αυτόνου (αυτό).