Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Αντίρα

Τα ίχνη. Συνήθως στη φράση “Μ’ ακολουθείς στην Αντίρα.”, δηλαδή “Ακολουθείς τα βήματά μου.” 

Πουλύ καλός κυνηγός. Παίρɲ τς αντίρις απ’του λαγό κι είνι ικανός να τουν τσακώσ’ μι τα χέρια.

Αντιρίδα

Το μακρόστενο σκουλήκι που το συναντάμε σε υγρά χώματα. Έσκαψα τ’ γούρνα που μ’ είπις κι βρήκα ένα σουρό αντιρίδις.

Άντρ

Ο πληθυντικός του άντρα. Οι αντρ μιτά τδλειά παέν στου καφενείου για χαρτί.

Αξαμώνου

Ετοιμάζομαι να χτυπήσω κάποιον με τον οποίο λογοφέρνω έντονα, μα δεν το επιχειρώ. Άντι ντε, κάνι πως αξαμώɲς κι θα τα πούμε.

Απάγκειο

Του υπήνεμο, προστατευόμενο από τον άνεμο και κατ’ επέκταση από τα έντονα καιρικά φαινόμενα.

Απάν

Πάνω. Που παένς απάν σακάτ ούλ τν ώρα; Μι ζάλσις.

Απαρατώ

Παρατάω, συνήθως στα ανδρόγυνα: Τουν απαράτσι κι τουν άφκε μι δυο πιδούδια.

Άπλα

Το μεγάλο άνοιγμα στην ύπαιθρο, ο μεγάλος χώρος. Ανέφκα στην κουρφή του βνου κι είχι μια άπλα θηρία.

Απλουιούμι

Αποκρίνομαι, απαντώ στο κάλεσμα κάποιου. Άντιντε, απλουίς, σι φουνάζ η φίλους σ.

Απόπατους

Χώρος που προορίζεται για την αφόδευση και την ούρηση/ το αποχωρητήριο.

Απουλνώ

Απουλɲώ ή αποʎύκου: Ελευθερώνω, αφήνω. Ίʎσι του λουρί κι απόʎκε τουν σκύλου κι αυτόνους πάει κι χάλασι ούλα τα ζαρζαβάτια. Απόʎκε η εκκλησία κι ήρτι η γιαγιά μ να μι δώκ κόʎβα.    

Απουσώνου

Ολοκληρώνω κάτι που ήταν ημιτελές. Άιντε γʎήγουρα, ν’ απουσώσουμε τ’ δλεια να γιένουμι άφαɲ. Απόσουσα ντ καρπέτα στουν αργαλιό.

Αραδίζω

Τοποθετώ παρόμοια αντικείμενα σε μια σειρά. Παρατηρούσε η γιαγιά μου τα αυτοκίνητα στο δρόμο το καλοκαίρι κι έλεγε: “Αϊα, αραδίζν τ αυτουκίνητα”

Αρβύθ

Ρεβύθι. Πληθυντικός: τα ρεβύθια. Ιέφαγα δυο πιάτα αρβύθια, τα καταιφχαριστήθκα!

Αριπατώ

Φεύγω. Άιντι αριπάτα!, δηλαδή, Άιντε, δρόμο από δω! Δίνε του!